ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος,
πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον·
πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον·
Διδάσκοντας Αντιγόνη πάντοτε στεκόμουνα στο ρήμα εκείνο το «λωβᾶται» και το συνέδεα με λέξεις νεοελληνικές. Σήμερα όμως ξεκίνησα από τα Λεξικά και μάλιστα από Περσέα μεριά με το LSJ και άλλα σχετικά αρχαιοελληνικά. Αξίζει να ανατρέξει κανείς στις παραπομπές που αναφέρονται παρακάτω:
A. [select] “ἐλωβῆτο” Sophr.21: fut. -ήσομαι Pl.Cri.47d: aor. “ἐλωβησάμην” Hdt.3.154, cf. Theoc.5.109, etc.: for pf. and aor. Pass., v. infr.: (λώβη):—outrage, maltreat, c. acc. pers., also with cogn. acc. added, λώβην λωβᾶσθαί τινα do one despite, Il.13.623; esp. maim, mutilate, τινα Hdt. l. c.; ἑωυτὸν λωβᾶται λώβην ἀνήκεστον ibid.; ἀρτάναισι λωβᾶται βίον brings her life to a shameful end by the halter, S.Ant.54; ἀνδρῶν εὔνιδας λ. dishonouring them, E.Or.929; λ. τοὺς νέους harm their pupils, Pl.Prt.318d; of the effect of drudging work, “τὰ σώματα λωβῶνται” Arist.Pol.1258b37; also “λ. πόλιν” Lys.26.9; [“ἄστεα] κατ᾽ ἄκρας” Theoc. 16.89; pillage, “πόλιν” Plb.4.54.2; damage statues, etc., IG3.1417: less freq. c. dat., Ar.Eq.1408, Pl.Cri.47e, D.H.13.4, Orac. ap. Jul.Ep.88: abs., act outrageously, Il.1.232, 2.242.
II. [select] Act. λωβάω only Ps.Phoc.38, and κατ-ελώβησαν in Plb.15.33.9: but pf. is used as Pass., λελωβημένος mutilated, Hdt.3.155, Pl.Grg.511a, R.611b, etc.; esp. of leprous persons, Man. ap. J.Ap.1.28: also aor. Pass., “μεγάλας λώβας λωβηθείς” Pl.Grg.473c: and Ion. pres. 3pl. λωβέονται in Hp.Art. l.c.(v.l.); cf. ἀπο-, ἐκ-λωβάομαι.
I. [select] to treat despitefully, to outrage, maltreat, λώβην λωβᾶσθαί τινα to do one despite, Il.: esp. to maim, mutilate, Hdt.; λ. βίον to make ruin of one's life, Soph.; λ. τοὺς νέους to corrupt the youth, Plat.:—sometimes, like λυμαίνομαι, c. dat., Ar., Plat.:—absol. to do despite, act outrageously, Il.
II. [select] the perf. is used in pass. sense, λελωβημένος mutilated, Hdt., Plat.; also aor1 pass., μεγάλας λώβας λωβηθείς Plat.
Αφού ικανοποιηθούμε οι επίδοξοι ταξιδευτές, ανατρέχουμε και στο ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη στο λήμμα «λώβη» απ’ όπου οδηγούμαστε στη λέπρα και συνειρμικά στη σύγχρονη τηλεοπτική επικαιρότητα με το Νησί της Victoria Hislop. Εμείς στην ανατολική Κρήτη χρησιμοποιούμε τις λέξεις λούβα και λουβιάρης, μιας και η Σπιναλόγκα είναι στο Νομό μας και οι σχετικές αναμνήσεις είναι ζωντανές. Το θέμα εξάλλου της λέπρας των Χανσενικών στις αρχές του 20ου αιώνα έχει ήδη προβληματίσει Κρήτες συγγραφείς. Ο Θέμος Κορνάρος γράφει τη «Σπιναλόγκα» του και μας την πετάει μ’ οργή κατάμουτρα. Έντονα καταγγελτικός, ανυποχώρητος θίγει τη σαπίλα της εξουσίας χρησιμοποιώντας στις περιγραφές του λεξιλόγιο που αναστατώνει τα στομάχια των βολεμένων αστών:
«Στη Σπιναλόγκα βλέπει, κανένας όλη τη σαπίλα των χρεωκοπημένων αξιών, για τις όποιες καμαρώνει ο σημερινός, μασκέ, πολιτισμός. Το νησί αυτό είν' ο καθρέφτης του πολιτισμού μας.
Προσπάθησα, όσο μπόρεσα πιο καθαρά, να δώσω τη φωτογραφία της Σπιναλόγκας με τούτες τις σελίδες. Παρακαλώ όποιον θέλει και μπορεί να βρει εδώ ένα σημείο που να μην έχει χρεωκοπήσει ο χριστιανικός πολιτισμός με τις «ελεημοσύνες» του, τις «ευσπλαχνίες» του και τις (προς τον πλησίον) «αγάπες» του. Ας μου βρει ένα σημείο της ζωής του Σπιναλογκίτη που να μην είναι βρισιά κι αγανάχτηση για το γιατρό, το σημερινό γιατρό-έμπορα του πολιτισμένου αιώνα μας...
Αυτό το... νοσοκομείο -τι ντροπή! τι ανακριβολογία!-είναι εργατικό. Μόνον άποροι λεπροί είναι πεταμένοι εκεί. Όσοι έχουνε τον τρόπο τους είναι βολεμένοι κάπου άλλου, που υπάρχει δροσιά, πρασινάδα, νερό, στοργή και... σεντόνι νοσοκομείου. Αυτοί που δουλέψανε σ' όλη τους τη ζωή, χωρίς να χορτάσουνε ψωμί, βρίσκουνται τώρα, στην αρρώστια τους, πεταμένοι σαν κοπριά σ' έναν κοπρόλακκο βρωμερό που λέγεται Σπιναλόγκα. Κι η λέπρα που τους «διαλύει» δεν είναι το χειρότερο κακό. Πείνα, δίψα, ψείρα! Να τι θα πει λεπρός Σπιναλογκίτης.
…………………………………………………………………………………….
Πηγαίνω στο καφενείο. Το φράγκο του καφέ το κόβω απ’ το ψωμί. Στο χέρι το κρατώ. Κι όμως, «Δεν έχει καφέ!» μου λένε. Το μπρίκι το βλέπω που βράζει για όλους. Μα... «δεν έχει καφέ!».
Καλημερίζω τους χωριανούς όπως πάντα.
Γιατί να τόνε κόψω του Θεού το χαιρετισμό; Αυτοί κάτι πάθανε και πάψανε να με χαιρετούνε. Θε' μου, και να 'τανε από κουφαμάρα, μουγγαμάρα... Μα όχι, από φόβο είναι ή κακία!
Και τα παιδιά, οι μαθητές μου, δε μου λένε πια ντροπαλά «Καλημέρα, κύριε δάσκαλε». Αλλού γυρίζουνε τα μούτρα τους. Δε τα γυρίζουνε όμως αυτά από κακία, μήτε από φόβο. Το Γιαννάκη του γείτονα το 'δα προχτές όπως είχε γυρίσει αλλού κι είχανε βουρκώσει τα ματούλια του! Καλύτερα είχα να μη με καλημέριζε από.... κακία.
Μα και το Γιωργάκη της κυρα-Λένης τ' άκουσα προχτές, καθώς προσπέρασα απ' το σπίτι τους, να λέει στη μάνα του: «Μαμά! Ο μεσκίνης! Δεν κάνει, μαμά, να παίρνω την αναπνοιά μου άμα περνά;»
Η φωνούλα του ξεχειλούσε τρομάρα.
Ύστερ' από ένα χρόνο πρωτάκουσα «καλημέρα» από άνθρωπο. Ο χωροφύλακας που 'ρθε να με... πάρει με καλημέρισε.
Όλο το χωριό, γυναίκες κι άντρες κι η... Σοφίτσα του Χατζή, έχουνε μαζευτεί όξω απ' το σπίτι μου. Πέρασε απ' το νου μου πως ήρθανε να με αποχαιρετήσουνε. Να μου πούνε «Στο καλό!». Μ' αμέσως συλλογίστηκα: «Ταιριάζει να πούνε "Στο καλό!" σ' έναν που φεύγει για τη Σπιναλόγκα; Ή σ' έναν που ψυχομαχώντας κοιτάζει αόριστα τον κόσμο;»
Ωστόσο, ένα είναι βέβαιο, πως με λυπηθήκανε. Εγώ σκέφτομαι να τους πω «Γεια σας, χωριανοί...», κι ας μη μου πούνε αυτοί τίποτε. Ας αφήσουνε την αμηχανία να γενεί δάκρυ, να γενεί λυγμός...
Την ίδια στιγμή παρατηρώ και... βεβαιώνομαι πως έχει πέσει ένα κομμάτι σουβάς απ' τ' ανώφλι της πόρτας. Και πάει τόσο, μα τόσο άσκημα!...
Μια στιγμή σπαρτάρησε η καρδιά μου. Πολλά πράματα έχουνε κουβαλήσει μαζί τους οι καλοί μου οι χωριανοί. Τενεκέδες, τρεις τέσσερις, στραφτοκοπούνε στην αυλή. Λιχουδιές, σύκα και σταφίδες κι αμύγδαλα θα 'χουνε. Έτσι μου κάνανε κι άλλη μια φορά, σαν έφευγα για το μέτωπο.
Είναι αλήθεια πως με πονέσανε. Δεν έχω κανέναν, μήτε μάνα μήτ' αδερφή για να με... κλάψει.
Μα δεν έχουνε λιχουδιές οι τενεκέδες. Πετρέλαιο και βενζίνες είναι γιομάτοι. Έχουνε και σκαπανικά μαζί τους οι χωριανοί.
Αυτή τη στιγμή σκέφτηκα κάτι. Ναι, κάτι που δεν το 'χα πιστέψει ποτές να, πως μόνο το μαλλί τ' αγριανθρώπου κατάφερε να μαδήσει ο πολιτισμός! Το πετσί δεν τ άγγιξε ακόμα. Κι από κει και μέσα πόσο άραγες χρειάζεται για να προχωρέσει, να βρει του κοκκάλου το μεδούλι;
Δεν μπορώ να δακρύσω από το παράπονο που με πλημμυρά. Το 'χετε προσέξει αυτό; Το μεγάλο παράπονο δεν έχει εκδήλωση τα δάκρυα. Ξερό είναι...
Όσο πάει γίνομαι ανίκανος και να πονέσω. Γίνομαι αδιάφορος σχεδόν. Μήτε να μισήσω μπορώ πια, μήτε να πονέσω, μήτε να δω τη... Σοφίτσα του Χατζή. ((Ας του βάλουνε λοιπόν φωτιά, μπροστά μου. Τι περιμένουνε; Το ίδιο κάνει», σκέφτομαι.
((Βάλτε του από τώρα φωτιά! Τι στέκεστε;»
Έτσι αποχαιρέτησα τους χωριανούς μου.
Στης Γιάννενας τα μάτια κάτι άστραψε. Και θα την ευγνωμονώ όσο ζω. Μετανιώνω που δεν της είπα, που δεν της φώναξα, αυτό που σκέφτηκα: «Τι γυρεύεις λοιπόν εσύ, Γιάννενα, εδωπέρα;...»
……………………………………………………………………………….
Γιατί στον κόσμο ήμουνα δάσκαλος...
Και καθώς το θυμούμαι, μου 'ρχεται να κλάψω, να κλάψω πολύ. Όχι για τίποτ' άλλο, παρά έτσι που 'ρχουνται στη θύμηση μου τα παιδάκια... Μόνο αυτά δε μισώ απ' το μεγάλο κόσμο. Έρχονταν κάθε πρωί με τα ματάκια τους ακόμα πρησμένα απ' τον ύπνο, τα μαλλάκια τους υγρά κι όλη η έκφραση τους φόβος. Φόβος γιατί ξημέρωσε!
Ξέρεις τι θα πει αυτό; Νιώθεις τι θα πει να φοβάται τ' αηδόνι του δάσους να κελαηδήσει, επειδή... ήρθε η άνοιξη και στραφτάλισε ο ήλιος στις ψηλές κορφές; Α! Πρέπει να 'χεις ζήσει αλήτης για να το νιώσεις... και να το βάλεις στα πόδια, ν' αρχίσεις μιαν ατέλειωτη φυγή. Ή πρέπει να 'χεις μπει στο πετσί του λεπρού για να δακρύσεις. Για να αιστανθείς τον εαυτό σου φονιά, στραγγαλιστή, χωρίς τη δύναμη να ξεπλυθείς απ' το έγκλημα.
Τέτοιο φονιά νιώθω τον εαυτό μου, καθώς θυμούμαι τα φοβισμένα αθώα μουτράκια των παιδιών, τ' αδύναμα ποδαράκια και τα φτωχικά τα ρούχα τους.
Μου 'ρχεται μια εικόνα μπροστά στα μάτια μου. Αν δεν έχεις κάνει δάσκαλος κι αν δε μετάνιωσες για το επάγγελμα σου, θα πεις πως είναι φαντασία τρελής κεφαλής. Ωστόσο άκουσε:
Το σκολειό μου το θωρώ σαν ένα γρανιτόβραχο πελώριο. Πρωί πρωί στέκομαι περιμένοντας με αυστηρό μούτρο μπροστά στο βράχο. Ο ήλιος ξάφνου πετιέται μεμιάς, δυο οργιές ψηλά, στο γαλανόν ουρανό. Λούζει το γρανιτόβραχο, τόνε πλημμυράει φως. Η πλάση συνουσιάζεται με το Θεό και σπαρταρά και λιποθυμά και ξαναζωντανεύοντας ριγά, ριγά ατέλειωτα...
Γύρω στο βράχο τώρα στέκουνται τα παιδάκια μου. Στα μάτια με κοιτάζουν, εμπιστευτικά και με φόβο. Ανακατεμένα και τα δυο. Έρχουνται να τα μάθω πώς αρχίζει το στοιχειό κουβέντα με τη ζωή. Να τα μάθω πώς βλέπουνε το Φως και πώς πιπιλάνε τη ζωή.
Τους δένω τα μάτια (έτσι αρχίζει το μάθημα), τους φράσσω τ' αυτιά, τη μύτη και τους βουλώνω το στόμα. Κι ύστερα αρχίζει η προσπάθεια. Ζητάμε φως για να σαλέψουμε στη γης! Μέσα στην καρδιά του γρανιτόβραχου γυρεύουμε το φως! Αρχίζει η δουλειά για να σπάσει ο βράχος. Κι εγώ κι αυτά μαζί αρχίζουμε να κουτουλάμε, να χτυπούμε με τα κεφάλια μας το βράχο. Τόνε ματώνουμε κι εξακολουθούμε. Πονούμε, κλαίμε, ουρλιάζουμε, μα πρέπει να βρούμε το φως.
Με τα κεφάλια μας πρέπει να τσακίσει η πέτρα. Κι όταν πια πέσουνε χάμω τα παιδάκια μου λιποθυμισμένα, σακατεμένα, γερασμένα απ' τον πόνο, τους λύνω τα μάτια, τους λευτερώνω, τάχα, τις αίστησες και τους λέω: «Εμπρός για τη ζωή!»
Οι αίστησες πια δε λειτουργούνε. Η ψυχή κι η καρδιά κι ο νους είναι σα ζαρωμένα ρεβιθάκια, ατροφικά, που δε βλασταίνουνε σ' όποια γη και μ' όποιο καιρό.
Έτσι το βλέπω το σκολειό. Έτσι σακάτεψα αρκετούς ανθρώπους. Κι όλοι αυτοί, σ' όλη τους τη ζωή, δεν ξέρουνε τί-ποτ' άλλο παρ' αυτό που μάθανε: να κουτουλάνε! Κι όταν δε βρίσκουνε γρανιτόπετρα, κουτουλάνε ο ένας τον άλλο. Σπαράζουνε ο ένας τον άλλο.
Πώς θα 'θελα να γινόμουνα καλά! Μαζί μας σέρνουμε, απάνω στο κορμί μας έχουμε αιχμαλωτισμένη την αλήθεια της ζωής. Και ψάχνουμε στα σπλάχνα τα σκοτεινά του βράχου, στους ανήλιαγους βυθούς για να τη βρούμε!
………………………………………………………………………………….
Από την κοινωνία της εκμετάλλευσης και των εμπόρων-γιατρών του απάνθρωπου καπιταλιστικού συστήματος του Θ. Κορνάρου μπορούμε να οδηγηθούμε στην επηρεασμένη από τον Καζαντζάκη Γαλάτεια που το 1914 με την «Άρρωστη πολιτεία» της αφηγείται μια ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στο νησάκι της Ανατολικής Κρήτης. Και από τους δύο συγγραφείς επιλέγω χαρακτηριστικά αποσπάσματα συνδεόμενα και με την εκπαίδευση:
ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ: Η ΑΡΡΩΣΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ( απόσπασμα)
…………ΜΙΑ ΜΕΡΑ είπα στους συντοπίτες μου πως δεχόμουν, αν το ήθελαν κι αυτοί, να μαθαίνω τα παιδιά τους γράμματα. Θα παίρναμε ολίγα βιβλία και θα τα συμμάζευα, μια ώρα την ημέρα, να τους δείχνω να διαβάζουν. Δέχτηκαν όλοι, αλλά όχι ενθουσιασμένοι ως περίμενα.
«Τι θα τα κάμει τα γράμματα;» μου αντίσκοψε ένας. «Να οργώνει το χωράφι και να το θερίζει, αυτό το μαθαίνει και δίχως δάσκαλο. Στον τόπο μας δε χρειάζουνται γράμματα».
«Μα αυτό το παιδί δε θα μείνει σ' όλη του τη ζωή εδώ πέρα. Πώς το λέτε αυτό; Τα παιδιά θα φύγουν. Είναι γέρα. Τους χρειάζεται να ξέρουν δυο γράμματα».
((Πού θα παν... Οπου και να παν, εδώ θα κατασταλάξουν. Ας μη φύγουν και καθόλου, για να μην τους κακοφανεί σα θα τους πιάσει ο μπόγιας και τους πετάξει εδώ που μας πέταξαν κι εμάς».
…………..ΑΡΧΙΖΩ να ονειρεύομαι το σκολειό μου. Θα ανοίξω διάπλατα τα παράθυρα του να μπαίνει ο ήλιος κι η μυρωδιά της θάλασσας. Θα ανοίξω διάπλατη και την καρδιά μου στην αγάπη και θα τινάξω από πάνω μου το σαράκι που με τρώει. Στο έρημο αυτό νησί που οι λεπροί γλεντοκοπούν ξεφρενιασμένα, που οι γυναίκες τη νύχτα γεμίζουν με ξεφωνητά χαράς τις ακρογιαλιές, που η ακόλαστη απόλαψη καίει αδιάκοπα σαν πυρσός ακόρεστου υμέναιου. Εγώ θ' ανοίξω το σκολειό μου. Οι τρυφερές ζωούλες των παιδιών θα φυλαχτούν, θα καλλιεργηθούν, θα υψωθούν άρτιες, γερές, ικανές να ζήσουν, να τραβήξουν μπροστά, ικανές να δώσουν στη ζωή τους μια πίστη. Να υψώσουν την ύπαρξη τους σα στήλη ολόχρυση ως τ αστέρια. Εγώ θα τους βάλω τα φτερά να πετάξουν μια μέρα. Θα ξεχάσω γι' αυτό τι είμαι. Θα γίνομαι όμορφη και εύθυμη γι' αυτά. Θα τους κρύβω τις ασκήμιες μου. Θα αγαπήσουν ό,τι τους λέω και θα το πιστέψουν. Η σκέψη πρώιμα θα τους φωτίσει τα μάτια. Θα μάθουν να βλέπουν μακριά. Θα μάθουν να διακρίνουν στα μάκρη της θάλασσας έναν κόσμο που κανένας άλλος δε θα βλέπει. Όλα τα μονοπάτια θα πάρω για να φτάσω την ψυχή τους. Θα κάμω την καρδιά τους να είναι μεγάλη και ανήσυχη.
Όλη μου η άθλια ύπαρξη θα αφιερωθεί για να πλάσω έναν κόσμο αγαθό και ωραίο. Μέσα από τα λεπρά μου χέρια θα βγουν και θα πετάξουν στο φως τα πλέον ωραία και τα πλέον υπερήφανα πουλιά που έσκισαν ποτέ τον αιθέρα.
Η ζωή μου δε θα πάει χαμένη.
Μια γυναίκα λεπρή, εκεί στο λεπροκομείο, έκαμε το θαύμα!
………………………….
Ανοιξα το σκολειό που είχα πει και τα μαθητούδια δε μου απόλειψαν. Στην αρχή μού ήταν μια λύση στη μονοτονία μου. Μάθαινα τα παιδιά να συλλαβίζουν και να λεν τραγουδάκια. Έπειτα όμως, πολύ γρήγορα, αυτό μου γίνηκε μια ανυπόφορη ανία.
Δεν ξέρω αν σιγά σιγά βρω σωστά τα λόγια που μου είπαν όταν το πρότεινα το σχέδιο. Όμως το βέβαιο είναι πως κάποτε κατάλαβα τη ματαιότητα της προσπάθειας. Τι σημασία είχε; Μήπως μου χρησίμεψαν εμένα όσα έμαθα;
'Εφτασα να βλέπω σ' όλα τα παιδιά τους μελλούμενους λεπρούς. Δεν άξιζε τον κόπο ν' ασχολούμαι μ' αυτούς. Έπειτα, το κάθε τι που λέμε στο παιδί πρέπει να 'ναι τόσο τρυφερό, τόσο γλυκό. Τα παιδιά τούτα είναι νομίζω καταστραμμένα κιόλας. Λένε ένα σωρό βρωμόλογα και έχουν άσκημες συνήθειες. Είναι ακάθαρτα και κουτά.
Μια μέρα τους είπα να μην ξανάρθουν και δεν ξανάρθαν. Τα είδα να βγαίνουν ένα ένα με σκυμμένο το κεφαλάκι, σαν ντροπιασμένα. Ήσαν κουρελήδικα και ξυπόλυτα και η καρδιά μου τα πόνεσε. Έπειτα, έθαβα ένα ακόμα ιδανικό. Το ύστερο που μου είχε απομείνει...
Τα παιδιά πήγαν κι έφεραν στην πόρτα μου όλα τα σκουπίδια που βρήκαν. Και το σκυλάκι που είχα μου το έπνιξαν στη θάλασσα.
Έκαμαν το δίκιο τους. Ίσως να εγίνονταν κάτι μια μέρα. Αλλά εγώ είμαι λεπρή. Δεν μπορώ να συλλογιέμαι τίποτα άλλο.
Αλλά και στους κατοίκους δεν έκαμε καμιά εντύπωση η απόφαση μου αυτή να κλείσω το σκολειό. Βρήκαν μάλιστα πως έκαμα πολύ καλά.
……………..
ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΕΣ τις μέρες έχω ταραγμένο το νου μου; Η ψυχή μου, ανήσυχη, κάνει να πιστέψει σε κάτι που την ίδια στιγμή βρίσκει ψεύτικο και μηδαμινό.
Μοιάζω με άνθρωπο που φτάνει να εγκατασταθεί σε ξένη χώρα, μα όλα ακόμα του είναι άγνωστα και το βήμα του διστάζει να πάει ομπρός. Όμως ξέρει πως εκεί τον περιμένει μια ευτυχία, μια ανάπαψη έπειτα από το μακρινό δρόμο. Αλλά να μην κοιτάζω θαρρετά τη νέα όψη της ζωής μου; Αν αγάπησα τον νέο αυτό και νιώθω ισχυρή την ανάγκη να πάω μαζί του, πρέπει ν' αντισταθώ; Πρέπει, όπως έλεγα άλλοτε, πρέπει, όπως έλεγα ως χτες ακόμα, να αντισταθώ στο ρεύμα που θέλει να με σύρει κι εμένα όπου σέρνει κι όλους τους άλλους;
Αλλά τότε τα παραμορφωμένα μέλη των αρρώστων μου προξενούσαν φρίκη και αηδία. Τώρα τα έχω συνηθίσει. Τώρα συνήθισα με όλα τα κομμένα χέρια και τα χαμένα μάτια και τις βρωμερές πληγές. Τώρα όλοι οι κάτοικοι μου είναι γνώριμοι και συμπαθητικοί. Οι αδυναμίες τους, αντί να με εξοργίζουν, μου είναι δικαιολογημένες. Η χαρά τους, η μίζερη, φτωχή χαρά τους, μου φέρνει τα δάκρυα.
Πώς μπορεί να 'ναι χυδαία και βάναυση η χαρά που γεμίζει το στήθος με ευθυμία και σκορπιέται σε τραγούδι ή σε γέλιο; Κι αν το τραγούδι βγαίνει από φαγωμένο λάρυγγα και είναι βραχνό και σπασμένο, κι αν το χορό τον σέρνουν πόδια πληγιασμένα, τι σημαίνει; Η χαρά μένει η ίδια ιερή, με την ίδια λαμπερή και ανεχτίμητη αξία...
Και σε τι έφταιξαν αυτοί αν δεν μπόρεσαν να απλώσουν την άθλια ύπαρξη τους σε κάτι πιο απλόχωρο και πιο αψηλό;...
Δεν πρόκειται όμως για τους άλλους αλλά για μένα. Πώς θα συνηθίσω να λαβαίνω από τη ζωή το μερίδιο μου με το δικό τους κι εγώ τρόπο; Κι αν συνήθισα τους άλλους, αυτό θα πει πως κι εγώ θα συνηθίσω να κάνω το ίδιο; Θα τραγουδώ με βραχνή φωνή και θα υψώνω πόδι μισερό και θα φιλώ με χείλη φαγωμένα; Και αυτό θα είναι όλο;...
Γιατί μπορεί να ξεχνιούμαι σε μια στιγμή, αλλά την άλλη βρίσκομαι πάλι μέσα σ' όλην την απελπισία. Η χαρά του έρωτα μου δείχνεται σαν ένα αναπάντεχο αγαθό. Κλείνω τα μάτια μου και νιώθω μια ζεστή πνοή να περιχύνει όλο μου το κορμί. Συλλογούμαι τα λόγια που θα ακούσω, το πρώτο φιλί, τη συγκίνηση, την άπειρη γλύκα της αγκαλιάς του αγαπημένου.
Θε' μου! Ξεχνιούμαι και δίνομαι ολόκληρη στο θερμό μου όνειρο. Και έπειτα, πάλι, συλλογούμαι τι είμαι, πώς είναι ο Λουκάς, και θέλω να βγω από το δίχτυ αυτό της απάτης.
Αλλά και τι με βάζει να κάνω αυτούς τους συλλογισμούς... Ας αφήσω να με οδηγήσουν τα όσα μέλλει να γίνουν. Τι μπορώ εγώ να κάμω στη δύναμη που με σπρώχνει εμπρός ή πίσω; Εγώ δε θα αντισταθώ.
Λέτε τα πώς είναι. Πώς θα μπορούσε ποτέ ο γιατρός να μου ξαναφυτρώσει τα δάχτυλα και να δώσει στο χέρι μου την όψη χεριού; Δέτε τα! Μοιάζουν με χέρια αυτά τα δαυλιά; Και είναι δίκιο και τίμιο να πω πως, αφού δε γιαίνω εγώ, ας μη γιάνεις, σαν είναι έτσι, κι εσύ, που έχεις τα χέρια σου και τα πόδια σου και μπορείς να είσαι χρήσιμος; Είναι ντροπή αυτά να γίνονται. Αύριο όποιος θέλει να πάει, με σέβας και ταπεινοσύνη, στο γιατρό που ήρθε να μας γλιτώσει».
Και ο Λουκάς, χλομός, συγκινημένος, πάσκιζε τώρα, κρατώντας με τα δόντια του τα γάντια του, να τα φορέσει. Όλο το χέρι του έλειπε. Τα γάντια ήσαν παραγεμισμένα με μπαμπάκι σ' όλα τα δάχτυλα.
Έβλεπα όλα τούτα και ένιωθα να γεννιέται στην καρδιά μου μια χαρά που ποτέ δεν την είχα νιώσει, τόσο μεγάλη και τόσο γλυκιά. Τον αγαπούσα, ήμουν ευτυχισμένη. Όχι, δε θα γιατρευόμαστε, αλλά μια ευτυχία ευρισκόταν εδώ στην πολιτεία των λεπρών. Που δεν την έφερνε κανένα ιδανικό και κανένα όνειρο. Που χιμούσε αναγκαστικά από τη νεότητα μας, από τα μεγάλα, τα παντοδύναμα της δικαιώματα.
...............................................Η πρώτη πραγματικά δυσάρεστη συνάντηση που είχε στο νησί ήταν με τη Χριστίνα Κρουσταλάκη, τη γυναίκα η οποία διηύθυνε το σχολείο.
«Δεν περιμένω να με συμπαθήσει», σχολίασε στον Γιώργη, «αλλά συμπεριφέρεται σαν άγριο ζώο που το έχουν στριμώξει άσχημα».
«Γιατί το κάνει αυτό;» ρώτησε ο Γιώργης, ξέροντας ήδη την απάντηση.
«Είναι άχρηστη δασκάλα, που δεν δίνει δεκάρα για τα παιδιά και ξέρει ότι αυτή τη γνώμη έχω για κείνη», απάντησε η Ελένη.
Ο Γιώργης αναστέναξε. Η Ελένη δεν συγκρατούσε ποτέ τις απόψεις της.
Σχεδόν αμέσως μόλις έφτασαν, η Ελένη διαπίστωσε ότι το σχολείο είχε ελάχιστα να προσφέρει στον Δημήτρη. Μετά την πρώτη του μέρα εκεί, επέστρεψε σιωπηλός και με κατεβασμένα μούτρα, και όταν τον ρώτησε τι είχαν κάνει στην τάξη, η απάντηση του ήταν «Τίποτα».
«Τι εννοείς, τίποτα; Πρέπει να κάνατε κάτι».
«Η δασκάλα έγραφε όλα τα γράμματα και τους αριθμούς στον πίνακα και με έστειλε στο τελευταίο θρανίο επειδή είπα ότι τα ξέρω κιόλας. Μετά, άφησε τα μεγαλύτερα παιδιά να κάνουν κάποιες εύκολες πράξεις αριθμητικής και όταν εγω φώναξα μια απάντηση, με έβγαλε από την τάξη μέχρι το σχόλασμα».
Έπειτα από αυτό, η Ελένη άρχισε να κάνει μάθημα στον Δημήτρη η ίδια, και αργότερα άρχισαν να έρχονται στα μαθήματά της και οι φίλοι του. Σύντομα, τα παιδιά που αρχικά δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τα γράμματα από τους αριθμούς, μπορούσαν να διαβάσουν τέλεια και να κάνουν αριθμητικές πράξεις, και μέσα σε λίγους μήνες το μικρό σπίτι της γέμιζε με παιδιά τα πέντε πρωινά της εβδομάδας. Είχαν ηλικία από έξι έως δεκαέξι και με μια εξαίρεση, ένα αγόρι το οποίο είχε γεννηθεί στο νησί, όλα τους είχαν έρθει στο νησί από την Κρήτη, οπού τους είχαν εμφανιστεί τα συμπτώματα λέπρας. Στην πλειοψηφία τους είχαν λάβει κάποια στοιχειώδη εκπαίδευση πριν από την άφιξη τους, αλλά τα περισσότερα ακόμη και τα μεγαλύτερα, είχαν σημειώσει ελάχιστη πρόοδο το διάστημα που πέρασαν στην τάξη με τη Χριστίνα Κρουσταλάκη. Τους συμπεριφερόταν σαν να ήταν ανόητα, κι έτσι παρέμειναν αμόρφωτα.
Η ένταση ανάμεσα στη Χριστίνα Κρουσταλάκη και την Ελένη άρχισε να κλιμακώνεται. Ήταν προφανές σχεδόν σε όλους ότι η Ελένη θα έπρεπε να αναλάβει το σχολείο και ότι θα έπρεπε να είναι δικός της ο πολύτιμος μισθός της δασκάλας. Η Χριστίνα Κρουσταλάκη ήταν ανυποχώρητη, αρνούμενη να συναινέσει ή έστω να σκεφτεί την πιθανότητα να μοιραστεί το ρόλο της, αλλά η Ελένη είχε πείσμα. Έφερε την κατάσταση σε κατάληξη όχι για δικό της όφελος, αλλά για το καλό των δεκαεπτά παιδιών του νησιού, τα οποία άξιζαν πολύ περισσότερα από όσα θα έπαιρναν ποτέ από την αδιάφορη Κρουσταλάκη. Η αγωγή των παιδιών ήταν επένδυση στο μέλλον, και η Χριστίνα Κρουσταλάκη δεν έβρισκε νόημα στην ανάλωση πολλής ενέργειας σε κάποιους που ίσως να μη ζούσαν για αρκετό καιρό.
Τελικά, μια μέρα, η Ελένη κλήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον των πρεσβυτέρων. Πήρε μαζί της δείγματα της δουλειάς που τα παιδιά έκαναν πριν και μετά την άφιξη της στο νησί. «Μα αυτό δείχνει απλώς τη φυσιολογική πρόοδο», διαμαρτυρήθηκε ένας πρεσβύτερος, γνωστός ως στενός φίλος της κυρίας Κρουσταλάκη. Για τους περισσοτέρους, ωστόσο, τα στοχεία ήταν συντριπτικά. Ο ζήλος και η αφοσίωση της Ελένης στο έργο της έφερναν αποτελέσματα. Η κινητήρια δύναμή της ήταν η πίστη ότι η εκπαίδευση δεν αποτελούσε το μέσο κατεύθυνσης προς κάποιο αόριστο στόχο, αλλά διέθετε εγγενή αξία και έκανε τα παιδιά καλύτερους ανθρώπους."
Το 1967 ο σκηνοθέτης Werner Herzog, γύρισε ένα ντοκιμαντέρ το Letzte Worte, με θέμα τον καλύτερο λυράρη της Κρήτης που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Σπιναλόγκα.
Γιάννη το απόσπασμα απο το ντοκυμανταίρ είναι συγκλονιστικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήφίλε Γιάννη, τι καλά που είσαι πραγματικός θησαυρός λογοτεχνικών αναγνωσμάτων και επιλέγεις για μας τέτοια αποσπάσματα. Μας χάρισες μια λογοτεχνική περιδιάβαση σ΄αυτό το θέμα που ανέσυρε από τα αζήτητα η τηλεόραση, μια ματιά απ΄τη δική μας εκπαιδευτική σκοπιά
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολίνα,είναι δημιούργημα του Χέρτζοχ.Στα νιάτα του,βέβαια, αλλά φαίνεται ο σπουδαίος σκηνοθέτης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒάσω,να είσαι καλά. Ένα ερέθισμα είναι που μας οδηγεί σε αγαπημένες ασχολίες.
ΑπάντησηΔιαγραφή