Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Σπουδαίο  αυτοβιογραφικό κείμενο του 19ου αιώνα μιας μαχητικής γυναίκας  σε μια εποχή δύσκολη για γυναικείους αγώνες που παραμένει στη "φυλακή" του πατρικού σπιτιού, ένα κείμενο που περιγράφει ένα και μόνο ζήτημα: τη δίψα της γνώσης και τα εμπόδια που συναντούσε. Η Ελισάβετ Μουτζάν  εξιστορεί  τον αγώνα  της για τα "γράμματα", καθώς υποτασσόταν σε ένα γάμο κανονισμένο από άλλους.

  Αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου χρήσιμα για τη διδασκαλία της α΄ ενότητας στη ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ΛΥΚΕΙΟΥ (τα φύλα στη Λογοτεχνία) :
 
  Έως τούτον τον καιρόν, δηλαδή έως τον όγδοον χρόνον της ζωής μου, εγώ δεν εγνώριζα ακόμη το αλφαβητάρι. Η μητέρα μου επιθυμούσε να πάρη διδάσκαλον δια να με μάθη γράμματα, και  καθώς μου λέγει τώρα, ήκουε μεγάλην θλίψιν οπόταν εστοχάζετο μη τύχη και μείνω τελείως αγράμματη. Επιθυμούσεν, είπα, να πάρη διδάσκαλον, αλλ' αύτη η ταλαίπωρος δεν είχε καμμίαν εξουσίαν και δεν ημπορούσε να διάταξη τα πράγματα της φαμηλίας της καθώς ήτον εις την αρέσκειάν της. Η μάμμη μου είχε την επιστασίαν εκεί­νων των πραγμάτων όπου περικλείει ο οίκος, ο θείος μου είχε και έχει την επιστασίαν και την έξουσίαν των ακινήτων υπαρχόντων, ο πατέρας μου εφρόντιζε δια τας πολιτικάς υποθέσεις και δια τας οικιακάς δεν είχε καμμίαν έγνοιαν, όθεν η μητέρα μου είχε την επιστασίαν της ανατροφής των παιδιών, αλλά τα μέ­σα της έλειπον. Το μέσον δια να τον πληρώνη ημπο­ρούσε νά το έχη, αλλά το μέσον δια να πάρη τούτον τον διδάσκαλον, πώς ημπορούσε να το εύρη; Το σπήτι μας είχε (καθώς και ακόμη έχει) εκείνο το παλαιόν, βάρβαρον και αφύσικον και απάνθρωπον ήθος, όπου θέλει ταις γυναίκαις ξεχωρισμέναις από την ανθρωπίνην εταιρίαν. Έξ αιτίας τούτου του κακοτάτου ήθους, αυτή ευρίσκετο χωρίς καμμίαν γνώρισιν και να πάρη άνθρωπον όπου δεν εγνώριζε μήτε αυτή το ήθελε, μή­τε η επίλοιπη φαμήλια. Εστοχάσθη λοιπόν νά μου δείξη αυτή η ιδία εκείνα τα ολίγα γράμματα, όπου ήξευρεν, όθεν μου ήγόρασε μίαν φυλλάδα, και άρχισε κάθε βράδυ να μου καππακίζη το « Αγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς». ……….
    Ο διδάσκαλος οπού άνωθεν είπα, μου είχεν εμπνεύσει μεγάλον ζήλον δια τα γράμματα, αυτός αφ' ου είχε μου δώκη μάθημα, εκάθητο και μου ερμήνευε την Θεοσέβειαν, και όλαις εκείναις ταις άλλαις αρεταίς όπου πρέπει να έχη ο άνθρωπος μάλι­στα δε ο Χριστιανός, έπειτα εκάθητο και μου εγκω­μίαζε την σπουδήν, και μαζύ με αυτήν, εκείνους οπού την έχουν, και οπού την ζητούσι. Τούτος ο σεβάσμιος ιερεύς γνωρίζωντας πως δεν ήτον πλέον αρκετός να μου δώση περισσότερα γράμματα από εκείνα οπού μου έδωσεν, είχεν είπη πολλαίς φοραίς του πατρός μου να μου εύρη ένα διδάσκαλον έπιτήδειον δια να με μαθητεύση, αλλ' αυτός δεν τον ήκουσε, διότι είχεν εκείνην την παλαιάν βάρβαρον γνώμην, η οποία θέλει να μη μαθαίνουν οι γυναίκες πολλά γράμματα. ……
    Έως τόσον απερνούσα πολλά καλά εις τα Πηγα­δάκια. Εγώ δεν είχα κανένα πράγμα οπού να με ενοχλήση, και η ώραις οπού εκεί απερνούσα ήσαν τη αληθεία ώραις εύτυχισμέναις. Επήγαινα μαζύ με τους γονείς μου εις την εκκλησίαν, οπού είχα να υπάγω ν' ακούσω λειτουργίαν από όταν ήμουν οκτώ χρόνων, εύγαινα και επήγαινα εις περιδιάβασιν, εύγαινα και εκαθόμην έξω από την θύρα του σπητίου, επρόβαινα εις το παρεθύρι. Όλα ταύτα είναι το ουδέν εις άλ­λους, αλλ' εις έμενα όπου ήμουν πάντοτε κλεισμένη εις ένα  σπήτι, ήτον μεγάλον πράγμα……
     Ένα βιβλίον οπού ονομάζεται Fior di Virtu,  δηλαδή Άνθος Χαρίτων, έχει το κείμενον μεταγλωττισμένον εις την εδικήν μας ρωμαϊκήν γλώσσαν, όθεν εγώ εδιάβαζα εις τούτο καμπόσα λόγια ιταλικά, έπειτα εκοίταζα την εξήγησιν και τοιούτης λογής τα εμάνθανον πολλά εύκολα. Μία τέτοια σπουδή με ηνάγκασε ν' αφίνω το εργόχειρόν μου και να καταγίνωμαι εις αυτήν. Τούτο εκακοφάνηκε της μητέρας μου και της μάμμης μου και άρχισαν να με εμποδίζουν. Το εμπόδισμα αντί να μου σβύση την επιθυμίαν της μαθήσε­ως περισσότερον μου την ανάπτει …….
        Ο πατέρας μου καθώς άνωθεν είπα είχεν ακόμη εκείνην την παλαιάν γνώμην του τόπου οπού δεν ήθελεν εις τα κοράσια πολλά γράμματα, όθεν νομίζω πως δεν  έβλεπε με καλόν μάτι τον διδάσκαλον  οπού ήρχετο να μου δίδη μάθημα και  μιαν βραδιάν αναφέρωντας τον η μητέ­ρα μου, Και τί (της λέγει) έρχεται να της μάθη επιστήμαις; Ό λόγος ήτον με στομάχι, εγώ οπού ήμουν έξω εις την άλλην κάμεραν τον ήκουσα, και ησθάνθηκα τον εαυτόν μου καταδαφισμένον. Μ' έπιασεν ένας μεγάλος φόβος μην ήθελε με εμποδίσει από την σπουδήν, έκραξα τότε την μητέρα μου, της κάμνω γνωστήν την μεγάλην μου στενοχωρίαν, αύτη με περνά με λό­για και ευγαίνει από την κάμεραν, εγώ μνέσκω μο­νάχη και στρέφωντας τα μάτια μου εις μίαν εικόνα της Θεομήτορος αρχινώ να την παρακαλώ εκ καρδίας να ήθελε μου δώκη την χάριν να νικήσω όσα εμπόδια μου επρόβαιναν εις την σπουδήν και να ήθελε με αξιώσει να γίνω ένα καιρόν ωφέλιμη εις την ανθρωπίνην εταιρίαν. Την άλλην ημέραν η θλΐψις μ' έκαμε να πάρω μίαν όψιν αχαμνήν, η μητέρα μου φοβείται δια την υγείαν μου όθεν με παρηγορά λέγωντάς μου πως ήθελε ομιλήσει με τον πατέρα μου περί τούτου, ωμίλησε, και αυτός της είπε πως δεν ήθελεν εμποδίσει τον διδάσκαλον από το να έρχεται να μου δίνη μάθη­μα. Διά το όποιον πράγμα εγώ ησύχασα..….
      Εις τούτον τον καιρόν η υπανδρεία άρχισε να μου ανοστίζη. Εγώ αγκαλά και πάντοτε εις το σπήτι  κλεισμένη, από εκείνα τα ολίγα υποκείμενα τα οποία ημπορούσα να ιδώ αγροί-  κουσα να λέγουν βάσανα και πάθη και όλα δια ταις υπανδρευμέναις, προς τούτοις μία εξα­δέλφη μου πρώτη και μία δεύτερη, κοράσια με φρονιμάδα, με ευμορφίαν, με ευγένειαν, και με καλόν προικιόν υπανδρεύθηκαν και απερνούσαν την πλέον χειρότερην ζωήν, οπού ημπορεί να περάση γυναίκα εις τον κόσμον. Δεν φθάνει τούτο, μία βραδιά η μητέρα μου μου έδωκε να περάσω ένα σειρήτι από ένα βρα­κάκι του αδελφού μου του μικρού, εγώ δεν εκατάλαβα πως απερνούσε και το επέρασα κακά, όθεν θυμόνει (δεν λέγω πως είχεν άδικον) και ονειδίζωντάς με μου λέγει πως δεν είμαι καλή δια τίποτες, πως δεν είμαι δια κόσμον, πως δεν είμαι δι' άλλο, παρά δια να γίνω καλογραία. Εγώ δεν της είπα τίποτες, παρά επήγα εις την κάμεράν μου εκλείσθηκα και εκεί έδωκα αρχή και τέλος εις ένα μεγαλότατον θρήνον. Ο λόγος της μητρός μου ήτον λόγος του αέρος, αλλ' εγώ εστοχάσθηκα πως μία κάποια θεία έμπνευσις την έκαμε να τον προφέρη. Μου ήλθαν παρευθύς εις τον νουν όλαις η δυστυχίαις εις ταις οποίαις είναι υποκείμεναις η υπανδρευμέναις, με το ογλίγωρον μάτι του νοός ταις εκύτταξα, ταις επαρατήρησα και έμενα τρομασμένη. Από τότε άρχισα να συγκρίνω την μοναστικήν ζωήν με την κοσμικήν και πάντοτε ηύρεσκα πολλά καλήτερην εκείνην από τούτην. Εγώ έκαμνα ένα συμπερασμόν και έλεγον, «Όπου είναι ειρήνη είναι και ευτυ­χία· εις το μοναστήρι είναι ειρήνη, λοιπόν είναι και ευτυχία». Από ημέραν εις ημέραν εστερεωνόμουν πάντοτε εις την γνώμην μου και ήθελα να την φανερώ­σω της μητρός μου, αλλά δεν το έκρινα πρέπον, διότι εφοβόμουν μην ήθελεν αλλάξη ο στοχασμός μου, και τοιούτης λογής ήθελε φανώ ακατάστατη, δείχνωντας σήμερον μίαν γνώμην και αύριον μίαν άλλην, όθεν εστοχάσθηκα να της το φανερώσω αφ' ου είχεν απεράσει ένας χρόνος……
     Εις τούτον τον καιρόν, δηλαδή τη 25 Μαρτίου 1821 την ημέραν του Ευαγγελισμού, έρχεται ο ποτέ διδάσκα­λος μου Θεοδόσιος Δημάδης και μας κά­μνει γνωστόν με πολλήν του χαράν, πως   Γραικοί ανήγειραν τα όπλα εναντίον των Οθωμανών, πως η Πάτρα και η πλησίον της χώραις ήδη είχον σείσει τον ζυγόν της σκλαβιάς, και πως η επίλοιπαις χώραις, κατά την συμφωνίαν ίσως, είχαν τότε καμωμένον το ίδιον, αλλά ως πλέον μακράν, ακόμη η είδησις δεν ήτον φθασμένη εις την Ζάκυνθον. Ούτως είπεν ο μαύρος, διότι τέτοια ήτον η φήμη οπού παρευθύς έτρεξεν.  Εγώ εις τα λόγια του άκουσα το αίμα μου να ζεσταίνη, επεθύμησα από καρ­δίας να ήθελεν ημπορώ να ζωστώ άρματα, επεθύμησα από καρδίας να ήθελε ημπορώ να τρέξω δια να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους, οπού δι' άλλο (καθώς εφαίνετο) δεν επολεμούσαν, παρά δια θρησκείαν και δια πα­τρίδα, και δια έκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, η οποία  καλώς μεταχειριζομένη, συνηθά να προξενή την αθανασίαν, την δόξαν, την ευτυχίαν των λαών. Επεθύμησα,  είπα, από καρδίας, αλλά εκύτταξα τους   τοίχους του σπητιού οπού με εκρατούσαν κλεισμένην, εκύτταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβιάς και ενθυμή­θηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία και αναστέναξα, αλλά δεν έλειψα όμως από το να παρακαλέσω τον Ουρανόν δια να ήθελε τους βοηθήση να νικήσουν, και τοιούτης λογής να αξιωθώ και εγώ η ταλαίπωρος να ιδώ εις την Ελλάδα επιστρεμμένην την ελευθερίαν και μαζύ με αυτήν επιστρεμμένας εις τας καθέδρας τους τας σεμνάς Μούσας, από τας οποίας η τυραννία των Τούρκων τόσον και τό­σον καιρόν τας εκρατούσε διωγμένας……
        Ω αναποδογύρισμα ιδεών! Ω στιγμή από ταις πλέον δυστυχισμέναις στιγμαίς της ζωής μου! Αλήθεια είναι χρέ­ος του παιδιού να μην ευγάνη γνώμην, αλλά να υπο­τάσσεται εις την γνώμην των γονέων του, αλλά είναι όμως εις την εξουσίαν του το να υπανδρευθή και το να μείνη ανύπανδρον και να ζήση εις μοναστήρι. Χαιρόσασθε, ω γονείς, την εξουσίαν οπού έχετε με δί­καιον εις τα παιδιά σας, αλλά ως εκεί μη θέλετε να παίρνετε τα δικαιώματα της φύσεως, ταύτην την λαιμαργίαν αφήτε την, σας παρακαλώ, εις τους τυράν­νους, εις τους οποίους μόνον αρμόζει! Εις τούτους λοιπόν η κίνησις των παθών έγινε μεγάλη, εγώ πνιμένη εις ένα ποτάμι δακρύων, «Αχ μητέρα! (εφώναζα) μίαν φοράν οπού γνώμη τόσον θεάρεστη, τόσον έντιμος, τόσον αγαθή, φαίνεται εις εσάς όλον το ενα­ντίον, εγώ θα υπάγω να χωθώ εις μίαν κουφάλαν βουνού και  εκεί μέσα να ζήσω». Θεέ μου! εστοχαζόμην ποτέ πως  είχα να απαντήσω μίαν τέτοιαν εναντίωσιν, πως είχα να εύρω εις εκείνους οπού πλέον ετιμούσα και αγαπούσα μίαν καρδίαν τό­σον σκληράν, τόσον βάρβαρον!... Τέτοιοι λοιπόν θέλει είναι όλοι οι άνθρωποι.  Αχ! μέσα εις το σπήλαιον θέ­λει ζήσω βέβαια ευτυχισμένη μη όντας υποκείμενη να τους βλέπω και να συναναστρέφωμαι με αυτούς. Ταύτα και άλλα πολύτερα κινημένη από τα πάθη έλε­γα κλαίωντας, οπόταν έρχεται ο πατήρ μου, και έρχε­ται με άλλην όψιν. Αυτός εκεί όπου ετραβήχθη εις την κατοικίαν του, βέβαια θέλει εστοχάσθηκε καλήτερα το πράγμα, όθεν αρχίζει να λέγη, πως εκείνος δεν ημπορεί να εμποδίση ένα τέτοιον πράγμα, διατί τούτο είναι κράξημον θεϊκόν, και από το άλλο μέρος πως δεν έχει καρδίαν να με βιάση δια να υπανδρευθώ, διατί δεν θέλει (ανίσως και ήθελε εύρω κακήν τύχην) να τον ελέγχη η συνείδησις, ωσάν αίτιον της δυστυ­χίας μου, προς τούτοις μου λέγει: «Το καλήτερον μοναστήρι οπού να έχωμεν, είναι εκείνο εις το οποίον μελετάς να υπάγης, αλλά αυτό είναι μέσα εις το Κάστρον, και τοιούτης λογής είναι περικυκλωμένον από στρατιώτας, όθεν εγώ δεν καταδέχομαι ν' απερνάω από το μέσον τους, δια να έρχωμαι να σε βλέπω. Υπομονέψου ολίγον και ή εγώ, ή ο αδελφός σου, όταν επιστρέψη από την Ιταλίαν, θέλει σε απεράση εις κανένα μοναστήρι τής Βενετίας. Εκεί θέλει ευρείς κόραις ευγενέσταταις ωσάν εσένα και καλήτεραις από εσένα, εκεί θέλει ευρείς ησυχίαν και ανάπαυσιν, όθεν θέλει απεράσης μίαν εύτυχεστάτην ζωήν, ό,τι λογής επιθυμεί η καρδία σου». Εις τέτοια φρόνιμα, και επ' αληθείας πατρικά λόγια γνωρίζω τον αγαπημένον μου πατέρα, όθεν εξαλείφω εκείνην την δυστυχισμένην ιδέαν οπού προ ολίγου είχα κάμει περί του χαρα­κτήρος του, και παρευθύς η ελπίδα της ευτυχίας αρχίζει να ζεσταίνη το αίμα γύρωθεν της καρδίας μου……
        Την άλλην ημέραν έρχεται και μ' ευρίσκει ο θείος μου και αρχινά με πολλήν γλυκύτητα να μου λέγη   λόγια οπού δεν ανταποκρίνοντο τελείως εις εκείνα οπού είχεν αναγνώση περασμένην ημέραν εις την γραφήν μου. Δηλαδή αρχίζει να μου λέγη: Πώς ένα παι­δί, οπού αποτολμεί να ευγάλη γνώμην εις τους γονείς του είναι επαναστάτης· πώς εγώ δεν έχω κανένα δί­καιον να ζητώ ένα τέτοιον πράγμα, και πως ανίσως ήθελ' έχω δίκαιον αυτός ο ίδιος ήθελε μου το διαφεντεύση. Πως ανίσως εγώ θέλω να φύγω τον κόσμον δια να μη πέσω εις μεγάλας δυστυχίας, όχι δια τούτο δεν ημπορώ να πέσω εις μικράς, και όταν ένας άνθρω­πος είναι δυστυχής εις μικρά πράγματα, είναι το ίδιον ωσάν να ηθελεν ήναι και εις μεγάλα. Τέλος πά­ντων μου λέγει πως ν' αφήκω την γνώμην οπού έχω και πως όταν φανερωθή περίστασις δια υπανδρείαν μου με την ποσότητα της προίκας, ήθελε φανερώση πόση ήτον η αγάπη οπού μου επρόσφερνεν εξ αιτίας της καλής ηθικής μου. Εγώ πάντοτε σταθερά εις την γνώμην μου του απόδειχνα πως ήταν αδύνατον να την απαρατήσω, αλλά χωρίς να τον καταπείσω εις τα λόγια μου, μήτε εγώ να καταπεισθώ εις τα εδικά του, τον βλέπω και μισεύει μ' εκείνην την ιδίαν γλυκύτη­τα, με την οποίαν είχε έλθη…….
 Απεθυμούσα να μην ήθελε κάμω γνωσταίς εις τους μεταγενεστέρους τούταις ταις σύγχυσαις οπού εγώ έλαβα εξ αιτίας του πατρός μου, αλλά δεν ημπορούσα να κάμω αλλέως, διατί απεφάσισα να μη κρύψω τίπο­τες από τα περιστατικά της ζωής μου, και διατί ήθε­λα να παρακαλέσω όλους τους πατέρας να μη προ­τιμούν καλήτερα τον εαυτόν τους από τα τέκνα τους. Αγαπάτε, αγαπάτε, πατέρες, σας παρακαλώ, τα τέκνα σας, φροντίζετε πάντοτε να τα κάμνετε να ζουν ευτυχώς, μίαν φοράν οπού χωρίς αυτά να σας την ζη­τήσουν, εσείς αυτοθελήτως τους εδώκατε την ζωήν. Αλλά είναι θηλυκά· μάλιστα διατί είναι θηλυκά χρεωστείτε να τα αγαπάτε περισσότερον. Εμείς η μαύραις γυναίκες όντας γεναμέναις από την φύσιν πλέον αισθητικαίς, όντας καταδικασμέναις από την συνήθειαν να ήμεθα πλέον υποκείμεναις εις τους πατέρας αφ' ό,τι είναι οι άνδρες, γροικούμεν την πατρικήν αγάπην περισσότερον, και περισσότερον φροντίζομεν να δειχνώμασθε εις τους πατέρας υποτεταγμέναις. Από το άλλο μέρος χρεωστείτε, διατί είναι θηλυκά να τα αγαπάτε καλήτερα, επειδή και αυτά (ομιλώ δια τα θηλυκά της πατρίδος μου), όντας φυλακωμένα εις ένα  σπήτι έχουσι περισσότερον χρείαν από την πατρικήν φροντίδα σας……
     Ο αδελφός μου βέβαια θέλει είχεν ακουσμένον εις την Ιταλίαν από τον πατέρα μας την επιθυμίαν οπού εγώ είχα δια να ζήσω εις μοναστήρι, όθεν αφ' ου πρώτα μου την έβαλεν ως περίπαιγμα, άρχισε να πάσχη να με καταπείση δια να την απορρίψω, και να θελήσω υπαν-δρείαν, αλλ' όσον αυτός έπασχε να με καταπείση εις τούτο, τόσον εγώ πλέον εστερεωνόμουν εις την ννώμην μου. Εγώ εφοβόμουν μεγάλως όλα εκείνα τα κακά οπού ημπορούν να συνέβουν εις μίαν υπανδρευμένην, αλλά περισσότερον από όλα εφοβόμουν μενάλως μην είχε τύχη να πάρω κανένα από εκείνους τους άνδρας οπού θέλουν να έχουν την γυναικά τους ωσάν σκλά­βα, και την νομίζουν δια κακήν, οπόταν αύτη ωσάν σκλάβα δεν θέλει να φέρεται. Βλέποντας τέλος πά­ντων και τον αδελφόν μου τοιούτης λογής εναντίον εις την γνώμην όπου είχα δια το μοναστήρι, εκοινολόγησα, τόσον εις αυτόν ωσάν και εις τον θείον μου, τον στοχασμόν οπού μού ήλθε δια να υπάγω να ησυ­χάσω εις εκείνο το μετόχι μας, οπού εδώ επάνω ήδη εμελέτησα. Τούτο το πράγμα εφάνη απαίσιον και εις τους δύω, όθεν εγώ τότε ευρέθηκα εις την μεγαλητέραν στενοχωρίαν οπού δύναται να ευρεθή άνθρωπος εις τον κόσμον. Όχι να υπάγω να ησυχάσω, διατί δεν ηθέλησαν οι συγγενείς μου, όχι να υπανδρευθώ, διατί εγώ δεν ήθελα, έπρεπε λοιπόν να μείνω δια παντός εις το σπήτι. Δια παντός εις το  σπήτι!  Α! τούτος ο στοχασμός με έκαμνε να τρομάζω· εγώ έβλεπα καλά πως τούτο το σπήτι εξ αποφάσεως ήθελε μου προξενήσει 'γλίγωρον και κακόν θάνατον.  Μέρα και νύκτα κλεισμένη χωρίς να δύναμαι να πηγαίνω μήτε εις εκκλησίαν, μήτε εις περιδιάβασιν, χωρίς να έχω την παραμικράν ξεφάντωσιν, χωρίς να έχω πλέον ελπίδα δια να αλλά­ξω ζωήν, χωρίς να ακούω άλλην ομιλίαν παρά εκείνην του πατρός μου (επειδή ο αδελφός μου και ο θείος μου ή ολίγον, ή τίποτε συνωμιλούσαν μαζύ με εμάς ταις γυναίκες) ο οποίος άλλο δεν έκανε παρά να λέγη τα πλέον δυστυχισμένα και μελαγχολικά λόγια οπού ποτέ να ειπώθησαν, ήσαν όλα πράγματα οπού μου έδιναν μίαν μεγαλωτάτην θλίψιν και στενοχωρίαν, πάθη οπού 'γλίγωρα εξ αποφάσεως έμελλε να με γκρεμνίσουν εις το μνήμα. Τί λοιπόν, έλεγα με τον εαυτόν μου, έχω να αποθάνω, και ν' αποθάνω χωρίς να κάμω καλόν; χωρίς να εκπληρώσω εκείνο το τέλος δια το οποίον βάνει ο θεός τον άνθρωπον εις τον κόσμον;
Εις όλην την Ευρώπην είναι ελευθερία εις ταις γυναίκαις, και το βάρβαρον ήθος της Ζακύνθου, οπού βαστά ταις κοπέλλαις κλεισμέναις είναι από όλους μισητόν, όθεν εγώ με δίκαιον ενόμιζα, πως και η Βενετία, και όλαις η άλλαις χώραις ήθελε 'γροικήσουν με σπλάχνος τα δικαιώματα μου. Αληθώς η Ζά­κυνθος εστοχαζόμουν πως ήθελε να τ' αποβάλη· αλλά τι είναι η Ζάκυνθος εμπρός εις την Ευρώπην; Από το άλλο μέρος, εγώ δεν εφρόντιζα τίποτε δια τους ονειδισμούς της, επειδή και εξ αιτίας του βαρβάρου ήθους της είχα αναγκασθή νάα πράξω έργον τόσον απαίσιον…..
         Αφού λοιπόν είδα πως η γνώμη των  συγγενών μου δεν άλλαξε, και πως χωρίς την   θέλησιν αυτών εγώ δεν ημπορούσα να κάμω τίποτες, τους είπα ότι εγώ έβανα την επιθυμίαν του μοναστηρίου εις μίαν μερίαν (όχι διατί έκατάλαβα πως είναι κακή, αλλά διατί είχα κατα­λάβει πως δεν δύναμαι να την τελειώσω) και ότι ήμουν έτοιμη να δεχθώ οποίον συμβίον αυτοί ήθελε μου δώσουν. Εδώ εις την Ζάκυνθον είναι πολλά δύσκολον πράγ­μα νά ευρίσκωνται γαμβροί ευγενείς και πλούσιοι, επειδή και τα ευγενή, και πλούσια σπήτια, όσα παι­δία θηλυκά έχουν πρέπει να τα υπανδρεύσωσι, και από τ αρσενικά τους δεν   υπανδρεύουν παρά ή ένα, ή κανένα. Όθεν η ταλαίπωρος μήτηρ μου και οι άλ­λοι συγγενείς μου έβλεπον πως ήτο δύσκολον, ή διά να ειπώ καλήτερον, αδύνατον πράγμα να ευρεθή κανέν άξιον υποκείμενον δια να μου γένη συμβίος. Αφ' ου επέρασαν πέντε ή εξ μήνες εις τούτην την απορίαν, φοβούμενη εγώ μήπως αναγκασθούν και μου δώσουν κανένα άνδρα ουτιδανόν, εύγαλα πάλιν έξω το ζήτημα του μοναστηρίου, λέγωντας πως ήτο πολύ καλήτερον να υπάγω εις ένα μοναστήρι τής Ιταλίας, παρά να πάρω κανένα άνδρα πολύ κατώτερον από εμένα, αλλά η μήτηρ μου και οι άλλοι τής φαμελιάς, αγκαλά και να εβλεπον την έλλειψιν των γαμβρών, πάλιν δεν ήθελαν εις κανένα τρόπον ν' ακούωσι το μοναστήρι. Εις την στενοχωρίαν οπού τότε ευρέθηκα, να μην ευρεθή, Θεέ μου, καμμία άλλη! Μου έλεγεν ο νους μου, πως μίαν φοράν και δεν ευρίσκετο άνδρας δια εμένα, πως μίαν φοράν και δεν μ' άφιναν να υπάγω εις μοναστήρι, έπρεπε χωρίς άλλο να μείνω δια παντός εις το σπήτι, και εδώ εις την Ζάκυνθον το να μείνη μία κόρη ανύπανδρη, είναι το ίδιον ωσάν να μείνη και εις φυλακήν. Αλλά τούτο το κλείσιμον του  σπητιού εκατασταίνετο εις εμένα πολύ ανυπόφορον, ωσάν οπού έστοχαζόμουν, ότι μαζύ μ' εμένα ήθελε μείνουν κλεισμένα και τα συγγράμματα μου, και μήτε ήθελεν ημπορέσω να στολίσω το πνεύμα μου με περισσοτέραν σπουδήν από εκείνην οπού είχα……
       Έπειτα τέλος πάντων κάποιον καιρόν ευρέθηκεν ένας άνθρωπος χρησιμώτατος δια εμένα, ο οποίος έδειξε πως είχεν εις μεγαλην υπόληψιν τα ήθη μας, αλλά δεν ηξεύρω δια ποίαις εδικαίς του οικιακαίς αφορμαίς δεν ηθέλησε να κάμη ευθύς την συνθήκην του γάμου, αλλ' αναβάλλωντας τον καιρόν απέρασαν δεκάξη μήνες, εις το τέλος των οποίων, έσμιξε με το υποκείμενον οπού απερνούσε τα λόγια και του είπε να είπη των γονέων μου πως ήτον έτοιμος δια να δέση τον γάμον, αν ίσως και αυτοί τον εκαταδέχοντο να τον κάμουν γαμβρόν τους, έπειτα από τόσαις αναβολαίς καιρού οπού αυτός τους είχε κάμει. Οι γονείς μου και ο θείος μου δια την μεγάλην έλλειψιν οπού ήτον εις τους γαμβρούς, δια ταις χάραις τον υποκει­μένου του, και δια την μεγάλην ταπείνωσιν οπού έδειξε, τον εδέχθησαν ασπασίως. Του εκάμανε λοιπόν γνωστήν την-προίκα, η οποία αγκαλά  και δεν ήτο ποταπή, του ολιγοφάνηκε, και άρχισε να  ζητάη προίκα  όσην ήθε­λε, και όπως ήθελε. Τούτο το πράγμα εβαροφάνηκε πολύ εις το σπήτι όχι τόσον διατί εφοβήθησαν πως είχον να δώσουν περισσότερον προικιόν, όσον διατί εστοχάσθησαν πως τούτος ο άρχωντας ήτον αληθώς φιλάργυρος (καθώς ο κόσμος τον έλεγε) και πως δεν κυττάζει τίποτες άλλο, παρά τα πλούτη, και κάμνει ολίγον λογαριασμόν δια ταις αρεταίς. Μ' όλον λοιπόν οπού τους εβαρυφάνηκεν, η ελλειψις όμως των γαμβρών και η ευγένεια, με την οποίαν αυτό το υποκείμενον τους αντιλογείτο εις την προίκα, τους έκαμε να πέσουν εις σύμβασιν με αυτόν, αλλά μ' όλον τούτο δεν ηξεύρω πάλιν δια ποίαις αφορμαίς εδικαίς του άφησε την υπόθεσιν αμφίβολην δια τεσσάρας μήνας. Εγώ όχι μόνον δεν τον εγνώριζα τελείως τούτον τον άνθρωπον, αλλά μήτε δεν είχα άκούση ποτέ, το ποίαν θεωρίαν να είχεν, όμως δια ταις χάριταις οπού είχεν, επιθυμούσα σφόδρα να λάβω την καλήν τύχην να τον κάμω άνδρα μου· αλλά βλέπωντας ταις αναβολαίς τον καιρού οπού μας έκαμνεν εις το να τελείωση τον γάμον, και προς τούτοις τον πόθον οπού είχε δια τα πολλά προικιά, τόσον η καρδία μου τον εμίσησεν, οπού δεν ήθελα πλέον ν' ακούω μήτε το όνομα του….
          
   Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία. Εισαγωγή - Φιλολογική επιμέλεια Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Αθήνα, Ωκεανίδα, 1997.

3 σχόλια:

  1. Μετά τους ύμνους στην κρητική παράδοση, που κάναμε σε προηγούμενη ανάρτηση, άντε τώρα να μην υπερασπιστούμε το φιόρο του Λεβάντε μας..
    ..Αλλά, έλα που τα έλεγε καλά από τότε η Ελισάβετ Μαρτινέγκου και "Εις όλην την Ευρώπην είναι ελευθερία εις ταις γυναίκαις, και το βάρβαρον ήθος της Ζακύνθου" και λοιπά και λοιπά..

    Πάντα μας είχαμε μια δυσκολία να κοιτάμε τον καθρέφτη στον τόπο μας...

    Σοβαρότερα τώρα, νομίζω πως πρόκειται για ένα βιβλίο με πάρα πολύ κατάλληλο υλικό για το θέμα της ενότητας.

    Χαιρετισμούς.
    Διον. Μάνεσης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Προσπαθούμε να βοηθηθούμε, όπως μπορούμε, αγαπητέ Διονύση. Στη Θεσσαλονίκη έκαναν σχετική ημερίδα ενισχυτική στους δεινοπαθούντες καθηγητές. Εμείς εδώ να δούμε πότε.
    Αντιχαιρετώ σε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ευχαριστούμε Γιάννη μου!

    Βόηθα την κατάσταση γιατί έχουμε μεγάλη ανηφόρα με την Α΄Λυκείου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή