Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Μιχάλης Γκανάς Άψινθος


Χάρηκα την τελευταία ποιητική συλλογή του Μιχάλη Γκανά με τον τίτλο «Άψινθος» στις εκδόσεις «Μελάνι». Ο ποιητής καταφέρνει να εκφράζει την εποχή μας, είναι της εποχής μας. Στη σκευή του ο θησαυρός των δημοτικών μας τραγουδιών, η βυζαντινή παράδοση, το αρχαίο ελληνικό επίγραμμα , η σύγχρονη ποίηση από το Σολωμό και το Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Καρούζο. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη από την οποία αντλεί τον τίτλο είναι παρούσα στις αριστερές σελίδες και συνομιλεί μαζί της.  Άψινθος είναι το   αστέρι ( Αποκάλυψις Ιωάννου 8.10-11)  που έπεσε από τον ουρανό στη γη, όταν ο τρίτος άγγελος εσάλπισε  και δηλητηρίασε το ένα τρίτο  των πόσιμων υδάτων  και «πολλοί των ανθρώπων απέθανον εκ των υδάτων ότι επικράνθησαν».  Έτσι τελειώνει ο κόσμος, μας θυμίζει τον Τ.Σ. Έλιοτ, όχι με έναν πάταγο αλλά με έναν λυγμό. Ο κόσμος μας κινδυνεύει, κλίμα απειλητικό, «έρχεται μπόρα» ,ο άνθρωπος αδύναμος θέλει να διώξει το φόβο της νύχτας, «κοινή τροφή κοινός ο τρόμος», «υδατώδη ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα», κατακλυσμός, και «κατά κρημνού οι άνθρωποι αγεληδόν». Οι άνθρωποι όλο και πιο πολλοί και πιο ηχηροί φωνασκούντες, ασχημονούντες,  αναλώσιμοι, ανακυκλώσιμοι, άνθρωποι του ΔΕΝ, δεν ξέρουν να αγαπούν, δεν, δεν, δεν…
Απελπισμένος ο ποιητής αναζητά τα πουλιά. Θυμόμαστε  το: /Λιγνό καλογεράκι το κοτσύφι /με τεριρέμ βραχνά και προσευχές αδέξιες όλο το χρόνο,/ αλλά την άνοιξη /μες στα λαμπρά πλατάνια λειτουργεί /σε τόπους γνώριμους και δέντρα /  ειπωμένα, τότε που έβρεχε,/που φύσαγε κι έκανε κρύο,/ τότε /που χιόνιζε…./
 Και πού είναι οι ποιητές;  Παραθέτει δυο αποσπάσματα από το ποίημα του Παυλόπουλου («Πού είναι τα πουλιά;) που μαζί με τους προαναφερόμενους  ποιητές μας, συνεπικουρούμενοι και από τον Χρ. Μπράβο, σχηματίζουν ένα χορό αρχαίας τραγωδίας ή έστω ένα ηπειρώτικο «θίασο» που μας τραγουδά  πολυφωνικό τραγούδι. Διακριτικός θρήνος, λαχτάρα και αγωνία για τον άνθρωπο και την ποίηση, θάνατος και έρωτας, μοναξιά. «Μόνος./ Να πίνεις το νερό όπου το βρεις/ κοιτάζοντας τον ουρανό χωρίς κανένα μάρτυρα». Η απειλή είναι υπαρκτή: «Εκεί δίπλα στο τρίκλωνο ποτάμι – ποταμέ  βρε ποταμέ μου -  δίπλα στην πέτρα που πλένεις το μαντήλι μου». Στο ποίημα που αφιερώνει στην Ζυράνα Ζατέλη ο στίχος «το ‘στρωσε θάνατο στη χώρα του χαμού» υποψιάζομαι πως παραπέμπει στο «Ο θάνατος το στρώνει» του Γιάννη Βαρβέρη και στην απώλεια του αγαπημένου μας ποιητή αλλά και στα τραγικά αδιέξοδα που δημιουργεί ο άνθρωπος με την καταστροφική επέμβασή του στην φύση: Με τις πυρκαγιές η αρκούδα δεν μπορεί να πέσει σε χειμερία νάρκη, λιώνει από τη ζέστη, το περιβάλλον καταστρέφεται. Απειλή που ο άνθρωπος κατεργάζεται και την οποία ο ποιητής καταγγέλει.
Υπάρχει ελπίδα;  Ας μην ξεχνάμε πως άψινθος είναι και το φυτό, η αψιθιά, από το οποίο βγαίνει το αψέντι, το αγαπημένο ποτό του Μπωντλέρ και των άλλων  καταραμένων ποιητών. Μέσα λοιπόν σε αυτό το αρνητικό κλίμα και τα αδιέξοδα ο ποιητής σε μια δεύτερη ενότητα ποιημάτων συνομιλεί με τον  Matthew Arnold  παραθέτοντας  ένα ποίημα του, την Παραλία του Ντόβερ, που μιλάει για την αγάπη προβάλλοντας έτσι την ποιητική λύση: "Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη". «Μικρά συμβάντα που τα μεγαλύνεις /επινοώντας την πραγματικότητα» . Ανακαλεί αγαπημένα πρόσωπα, γονείς και ποιητές, και μας αντιπροτείνει ως παρηγορητικό είδος, αυθεντικό και όχι γενόσημο, την ΑΓΑΠΗ.
 Παραθέτω από τα 16 ποιήματα της συλλογής :
Πού πας εσύ με τα λεπτά σφυρά η ραδινή
εσύ με τα πλατιά λαγόνια.
Θα βρέξη κυμοθόη
εσύ με τ’ αμάλαγο στήθος.
Ας βρέξει σιταρένια
ας βρέχει όλη μέρα κι αύριο και μεθαύριο.
Ας φυσήξει μετά πλατυτέρα
να φέρει το τραγούδι μου σ’ εσένα.
Εκεί στο τρίκλωνο ποτάμι -ποταμέ βρε ποταμέ μου-
δίπλα στην πέτρα που πλένεις το μαντήλι σου.


Αυτοί παιδί μου δεν
δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους
όλο δεν και δεν και δέν-
τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους
δεν χάιδεψαν σκυλί γατί πουλάκι πληγωμένο
γυναίκα άσχημη και στερημένη
αυτοί παιδί μου δεν
δεν δίνουν τ' Αγγέλου τους νερό
δεν άκουσαν ποτέ
ανάκουστο κιλαϊδισμό και λιποθυμισμένο
δεν έπιασαν με τα ρουθούνια τους
το άοσμο άνθος του θανάτου
δεν είδαν-κατάργησαν τα μάτια τους-
μια πιπεριά να γίνεται λιμπελούλα
αυτοί παιδί μου δεν
δεν ξέρουν δεν αγαπούν
ξέρουνε μόνο ν' απαιτούν
περισσότεραπερισσότεραπερισσότερα περί-
που έτσι γράφεται το μέλλον μας.
                                  Στον Θανάση Μαρκόπουλο
 
Υστερόγραφο σε μια ανάγνωση 2
                             Με τον τρόπο της Κ. Δ.

Πίνοντας έρχεται η δίψα τι νομίζεις;
Πίνοντας πίκρες συνήθως μονορούφι
πίνοντας γλύκες με κουταλάκι του γλυκού
- γιατί ο φόβος του πνιγμού
φυλάει τα εύθυμα ανέκαθεν.
Πίνοντας το νερό της λησμονιάς.
(Ποια βρύση να το κάνει;)
Πίνοντας τέλος τ' αμίλητο κρασί.

Ακου - τίποτε τόσο αμίλητο
Οσο το μιλημένο.
Τόσο μουγγό κι ανόητο και ηττημένο
πώς τα 'πε όλα τάχαμου
πώς τα 'βγαλε από μέσα του
ενώ μπορεί να τα 'βγαλε απλώς απ 'το μυαλό

 Ακούστε τον ποιητή να απαγγέλλει τρία ποιήματα της συλλογής:

 


 

2 σχόλια:

  1. Πολύ καλή ποιητική συλλογή!

    Υπέροχο το κλείσιμο του ποιήματος "άπτερη πέτρα στο χάος",

    ασχημονούντες
    αναλώσιμοι
    ανακυκλώσιμοι
    αιωνίως.

    - Αιωνίως;

    ;)


    ΑπάντησηΔιαγραφή