Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Με τους Σουρεαλιστές στην Άνδρο.


       Ξέρω αρκετούς   φιλολόγους που αφού εφάρμοσαν στα Αρχαία και Νέα  Ελληνικά της Α΄ Λυκείου ευσυνείδητα το νέο μοντέλο διδασκαλίας, αγωνιούν για τις καινούργιες ενότητες στη Β΄ Λυκείου και περιμένουν πότε με το καλό το Υπουργείο θα δώσει τις πληροφορίες αυτές. Κι όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά για να μπορέσουν να αγοράσουν κανένα σχετικό βιβλίο, να ενημερωθούν και να ανταποκριθούν εν καιρώ στις απαιτήσεις του μαθήματος. Αλλά επί ματαίω....

     Στα πλαίσια της δια βίου(; ) μορφώσεως προτείνω μια επίσκεψη στην Άνδρο που μπορεί κάλλιστα να γίνει ένα Σάββατο του Σεπτέμβρη επιδιώκοντας μία προσέγγιση του Σουρεαλισμού που δεν είναι άσχετη με το αντικείμενό μας. Ελάχιστο κόστος 45 ευρώ.

     Από την  οδό Μαυροματαίων, στο Πεδίο του Άρεως, ξεκινά λεωφορείο στις 5.45΄ που με 2,40 ευρώ μας πάει στη Ραφήνα. Τα πλοία για Άνδρο φεύγουν 7.20΄, 7.40΄, 8.15΄. Μετά από δύο ωρίτσες και 16 ευρώ εισιτήριο μάς αφήνει στο Γαύριο, το λιμάνι του νησιού. Βγαίνοντας από το πλοίο μάς περιμένει λεωφορείο του ΚΤΕΛ Άνδρου που μετά μία ώρα και 4 ευρώπουλα μάς αφήνει  στην Χώρα. Περπατάμε  100 μέτρα,  κατεβαίνουμε 20 σκαλοπάτια και να ‘μαστε στο Μουσείο! Υποτίθεται ότι ως εκπαιδευτικός δείχνετε την κάρτα ελευθέρας σας και γλυτώνετε τα 6 ευρώ που κοστίζει η είσοδος. Από τις 11.30΄μέχρι τις 14.00΄βλέπουμε την έκθεση και αφού πάρουμε την ανάσα μας ακολουθούμε την διαδρομή ανάποδα.
Ο Πλάτανος στην πλατεία
      Αν τώρα έχουμε παραπάνω λεφτά για ξόδεμα, μπορούμε να φάμε στη Χώρα μεσημεριανό, να κάτσουμε στον Πλάτανο  για ουζοποικιλίες, και κάτω από τις μουριές για καφέ, παγωτά και ντόπια γλυκά. Αμυγδαλωτά, μαστιχωτά και δε συμμαζεύεται. Αν, τέλος,  μαγευτείτε από την αρχοντική Χώρα της Άνδρου, ψάχνετε για δωμάτιο και μένετε άλλη μια μέρα!  

 Προτείνω διαμονή στο Saintlouis μέσα σε ένα καταπράσινο κτήμα, όπου το μόνο ενοχλητικό είναι τα τζιτζίκια και για κάποιους το δεκάλεπτο περπάτημα.   

Πριν βγείτε από το μουσείο ζητάτε να σας σφραγίσουν το εισιτήριο για να ξαναμπείτε την επόμενη μέρα με το ίδιο. Διαλέγετε και παίρνετε. 

Και ολίγα περί σουρεαλισμού από το τρίπτυχο που υπάρχει δωρεάν, γιατί ο κατάλογος τιμάται προς 40 ευρώ: 

 

 Ο  σουρεαλισμός είναι από τα μεγαλύτε­ρα και σημαντικότερα καλλιτεχνικά κι­νήματα του 20ού αιώνα. Είναι ένα ανατρεπτι­κό κίνημα διαμαρτυρίας με ιδρυτικές και κα­ταστατικές αρχές που ως συνέπεια προέκυ­ψαν από την κοινωνική και πολιτιστική κρί­ση στο μεταπολεμικό Παρίσι. Με την καθο­δηγητική εποπτεία του Andre Breton και των συντρόφων του ποιητών και ζωγράφων που από κοινού συνέβαλαν στη συγκρότηση του, ο σουρεαλισμός σύντομα είδε να εξαπολύε­ται η επιρροή του εκτός από την Ευρώπη και την Αμερική και σε άλλα σημεία της υφηλί­ου, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό, πέρα από την ποίηση και τη ζωγραφική, και τα διά­φορα εκφραστικά μέσα όπως και τον τρόπο σκέψης και κοινωνικής συμπεριφοράς γενι­κότερα.
 
Με ιδέες που επηρεάζονται από τον δια­λεκτικό υλισμό και ψυχαναλυτικούς συνειρ­μούς με την ερμηνευτική των ονείρων του Freud, ο σουρεαλισμός μετατόπισε το κέ­ντρο βάρους από την ορθότητα του λόγου προς την ψυχή, όπου συνθλίβονται δυσνόη­τες ή δυσπρόσιτες καταστάσεις και πρωτο­γενείς αλήθειες της ζωής του καθενός μας. Ρίχνοντας έτσι φως σε σκοτεινές πτυχές της ψυχής, ο σουρεαλισμός αναζήτησε την ου­σία του λόγου όχι πλέον στις εξωτερικές νύ­ξεις αλλά στα ενδότερα της ψυχής, αναδει­κνύοντας καταστάσεις οι οποίες δεν μετα­γράφονται στην τέχνη με όρους ρεαλιστικής τάξης αλλά με κανόνες που υπερβαίνουν τον ρεαλισμό, εξ ου και η ονομασία του κινήμα­τος. Ενεργώντας πέρα από κάθε αισθητική έγνοια και έννοια, διακήρυξε τον αυτοματι­σμό της γραφής και την ελευθερία της σκέ­ψης χωρίς την άσκηση οιανδήποτε ελέγχου της λογικής.
 
Ευνόητο είναι ότι τόσο το ιδεολογικό εύ­ρος όσο και ο εικονογραφικός πλούτος αυ­τού του μεγάλου ανατρεπτικού πρωτοπο­ριακού κινήματος -και του λαοφιλέστερου μετά τον εμπρεσιονισμό, όπως αποδεικνύ­εται σήμερα, το οποίο, με κυρίαρχο γενεσι­ουργό στοιχείο τον αυθορμητισμό και αυ­τοματισμό της γραφής, την παραδοξολο­γία, τη δύναμη του ονείρου, της δημιουργι­κής φαντασίας και των δυνάμεων που βρί­σκονται εγκλωβισμένες στην ψυχή, κατάφε­ρε με ασυγκράτητη ορμή και σθένος να ανα­τρέψει καθιερωμένα εικονογραφικά σχήμα­τα, ήθη και αρχές που προσδιόριζαν την πο­λιτισμική συμπεριφορά της μεταπολεμικής κοινωνίας- θα ήταν αδύνατον να αναπτυ­χθούν στα όρια ενός αφιερώματος περιορι­σμένων τεχνικών, ερευνητικών και οικονομι­κών δυνατοτήτων.
 
Όπως ο τίτλος του εμφατικά δηλώνει, σκο­πός του είναι να το προσεγγίσει και να μετα­φέρει στον αποδέκτη το μήνυμα μιας τέχνης η οποία, επειδή τόλμησε να ανοίξει νέους ορίζοντες, να βαδίσει σε αχαρτογράφητους δρόμους της ψυχής, μέσα από απαξιωτικούς αρχικά χλευασμούς, μέσα από την απροσδι­οριστία, τη ρευστότητα, τις απολυταρχικές συμπεριφορές, τις πολιτικές διχογνωμίες και αποβολές, ακόμα, μελών που συγκρότησαν την αρχική ομάδα, κατάφερε στην πορεία να βρει τη δικαίωση και την αποδοχή από τα ευ­ρύτερα κοινωνικά στρώματα και να επηρε­άσει ως ένα βαθμό την κοινωνική και πολι­τισμική συμπεριφορά τους. Η δε ονομασία του «σουρεαλισμός», υπερρεαλισμός», λέξη που συμπτωματικά επινοήθηκε, έχει ξεφύ­γει πλέον από τους λογοτεχνικούς και καλλι­τεχνικούς κύκλους για να περάσει στην τρέ­χουσα καθομιλουμένη ως όρος που εκφρά­ζει το ανοίκειο και την όποια παραδοξότητα στην καθημερινότητα μας.
Το αφιέρωμα αποτελείται από δύο σκέλη: Το πρώτο μέρος, που αποτελεί και τον κύριο άξονα, αναφέρεται στην ιστορική διάσταση του κινήματος με έργα είκοσι περίπου καλλι­τεχνών και αρχειακό υλικό αυτών που το συ­γκρότησαν αλλά και όσων στην πορεία προ­σχώρησαν σ' αυτό.
 
Στο δεύτερο μέρος γίνεται λογοτεχνική και εικαστική αναφορά στο ιστορικό μόνο σκέλος του ελληνικού υπερρεαλισμού.
 
Η έκδοση που συνοδεύει το αφιέρωμα κυ­κλοφορεί από γνωστό εκδοτικό οίκο σε ελ­ληνικά και αγγλικά και περιλαμβάνει κείμε­να των Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ν. Αργυροπού­λου, 1. Ηλιοπούλου και Ν. Λοϊζίδη, καθώς και των Ν. Βαλαωρίτη και Α. Φασιανού.



Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

ΥΛΗ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ 2013



Ανακοινώθηκε η ύλη των πανελλαδικών, όσοι βρίσκεστε στη θάλασσα συνεχίστε άφοβα το μπάνιο σας. Καμιά έκπληξη. Αν αποφασίσετε να τη δείτε, ε, τότε ενεργοποιήστε τον παρακάτω σύνδεσμο.
http://www.alfavita.gr/exetasteaG2012_2013.pdf

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Δημήτρη Αλεξίου Αλάτι κόκκινο


Πήρα χτες εν μέσω καύσωνος  το βιβλίο του Δημήτρη Αλεξίου "Αλάτι κόκκινο" εκδ. Διόπτρα και άρχισα να το διαβάζω σε καφετέρια με τη δροσιά του κλιματιστικού και τη συνοδεία ενός ελληνικότατου φρέδο. Ο καφές τελείωσε, εγώ δεν έλεγα να ξεκολλήσω, το βιβλίο με είχε συνεπάρει. Συνέχισα να το διαβάζω βολεμένος σε ένα άνετο τρόλεϊ, κοιτάζοντας δεξιά αριστερά μη με φωτογραφίσει κανένας από αυτούς τους περίεργους που ψάχνουν τι διαβάζουμε στα λεωφορεία και μετά ανεβάζουν τη φωτογραφία σε σχετική ομάδα στο φατσοβιβλίο κάνοντας τα σχετικά σχόλια. Δεν κατάλαβα για πότε έπρεπε να κατέβω. Χωρίς να το βάλω μέσα στη τσάντα μου φτάνω σπίτι, θρονιάζομαι στην αναπαυτική μου κλιματιζόμενη πολυθρόνα και το συνεχίζω μέχρι….τέλους. Πρώτο συμπέρασμα : Ρουφιέται το άτιμο. Ευκολοδιάβαστο, βιβλίο αξιώσεων, από αυτά που λες : θέλω κι άλλο. Ένα το κρατούμενο.
Παρακολουθώντας την εκδοτική δραστηριότητα, θα έλεγα πως τον τελευταίο μήνα βγήκαν πολλά αστυνομικά βιβλία,, Ιδιαίτερα προβάλλονται αυτά που έχουν σχέση με το Μαρή, φαντάζομαι ότι θα μοσχοπουλήσουν , αφού ο κόσμος επιλέγει ευκολοδιάβαστα βιβλία για την παραλία. Θα μπορούσα ευκολότατα να κατατάξω το βιβλίο στα αστυνομικά, αφού και αστυνομική πλοκή έχει, και αστυνόμο με δισύλλαβο όνομα έχει ( Ψαθάς) και εύκολα θα μπορούσε να εμφανιστεί σε νέες περιπέτειες σε επόμενα βιβλία του συγγραφέα, σαν τον Μπέκα, τον αστυνόμο Χαρίτο, τον Ρέμπους τον επιθεωρητή Κουρτ Βαλάντερ και άλλους. Όμως δε θα το έλεγα απλά αστυνομικό. Είναι πολυεπίπεδο. Δύο τα κρατούμενα.

      Με το σεισμό του 2001 το νησί της Σκύρου ζει μες την ένταση, αφού υπάρχει ο φόβος ενός δεύτερου σεισμού, το νερό της πηγής που  υδροδοτούσε το νησί χάνεται και μια δεκαεξάχρονη βρίσκεται κρεμασμένη σε ένα ξωκλήσι. Από την Αθήνα έρχεται ο αστυνόμος Ψαθάς να εξιχνιάσει την υπόθεση. Κι άλλα πτώματα ανακαλύπτονται στην πορεία καθώς βγαίνουν στην επιφάνεια προλήψεις, στερεοτυπικές αντιλήψεις, βαθιά κρυμμένα μυστικά,  ρατσιστική αντιμετώπιση των περιθωριακών, των ξένων, του άλλου, του σημαδεμένου. Τα έθιμα καλά κρατούν, τα πανηγύρια, ο Γέρος , η Κορέλα αλλά χρησιμοποιούνται από το συγγραφέα ως καμβάς για να υφανθεί απλά κι όμορφα  το μυθιστόρημά του. Ο ελληνικός λαϊκός πολιτισμός της Σκύρου με χορούς, αποκριάτικα παγανιστικά έθιμα και σκυριανά αλογάκια καθώς και η ενδιαφέρουσα ντοπιολαλιά με οδηγούν στο τρίτο σημείο επιλογής.
   Σκέφτομαι του χρόνου, αν καταφέρω να πάω διακοπές στη Σκύρο, να το χρησιμοποιήσω ως σημείο αναφοράς , κάτι σαν τουριστικό  οδηγό, ένα πράγμα οδοιπορικού οδηγού της Σκύρου. Ο δήμος Σκύρου θα μπορούσε να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ξένοι γιατί το κάνουνε; Με ένα Νταν Μπράουν παραμάσκαλα επισκέπτες του Λονδίνου ψάχνουν τα τοπωνύμια που αναφέρονται στον Κώδικα ντα Βίντσι και ξαναζούν το στόρι . Να πώς η βιομηχανία του τουρισμού κάνει θαύματα. Θα το παίξω περιηγητής με το Αλάτι Κόκκινο. Τέσσερα τα κρατούμενα.
Παράλληλα με τη μυθιστορηματική αστυνομική αφήγηση έχουν εγκιβωτιστεί δέκα παραμύθια τη Ειρήνης όπου η αφήγηση αντλεί κίνηση από το αλκοόλ. Σαν την Νέκυια της Οδύσσειας ένα πράγμα μόνο που εδώ οι μορφές πίνουν από τα λόγια της αφηγήτριας:

Ο γιατρός μου είπε ότι πρέπει να μη μιλάω. Και να μην καπνίζω. Και να μην πίνω παρά μόνο φασκόμηλο και χαμομήλι. Πες μου αν έχεις ακούσει πιο ηλίθιο άνθρω­πο! Τους γιατρούς τους έχουμε για να φροντίζουν να μην πεθάνουμε· αν είναι να μας πεθάνουνε αυτοί, είναι το λιγότερο ηλίθιοι αν όχι αγύρτες. Και πώς θα ζήσω χωρίς το μυρωδάτο μου άφιλτρο; Πώς θα ζήσω χωρίς οινόπνευμα να κινεί το αίμα στις φλέβες και να ξυπνάει το μυαλό; Πώς θα ζήσω χωρίς να πω τις ιστορίες που μου έμαθε η ζωή; Οι ιστορίες δεν είναι μόνο για να τις ακούμε, να θαυμάζουμε τα κατορθώματα των αγνώ­στων, να περνάμε την ώρα μας και μετά να τις ξεχνάμε. Κρύβουν ζωή μέσα τους. Πάθος, μίσος, αγάπη και αίμα. Κρύβουν τη ζωή. Και γι' αυτό πρέπει να ζούνε κι αυτές όσο περισσότερο γίνεται. Να τις λέμε συνέχεια. Να τις μαθαίνουν κι άλλοι. Θα μου πεις γιατί δεν τις γράφεις; Να μείνουν τα γραπτά και να τα διαβάσουν περισσό­τεροι, να μάθουν πιο πολλοί την ιστορία; Γιατί διαβά­ζοντας θα δούνε μόνο κουκκιδίτσες σε άσπρο χαρτί. Σημάδια στη σειρά. Πράγματα σε συνέχεια. Δεν θα δουν την κόρη του ματιού μου να μικραίνει στη λάμψη του ξίφους. Δεν θα δουν το πράσινο των ματιών μου να σκουραίνει απ' το αίμα. Δεν θ' ακούσουν τη φωνή μου να γλυκαίνει από φιλί αγάπης. Δεν θ' ακούσουν το λυγ­μό του θανάτου, τον ήχο του. Πόσα χρώματα να πάρει το άσπρο χαρτί, πόσους ήχους να πάρουν τα γράμματα; Χώρια που τρέμει πια το χέρι το δεξί. Τώρα μόνο το τσι­γάρο μου μπορεί να κρατήσει, γιατί το ποτό το κρατάω στο αριστερό να μη χύνεται εύκολα στην τρικυμία. Και να 'θελα δεν θα είχα χέρι να τα γράψω. Γι' αυτό θα τα λέω. Γιατί όσο τα κρατάω για μένα, με κρατούν κι αυτά. Έρχονται στον ύπνο μου το βράδυ να με τυραννήσουν. Να μου θυμίσουν την ύπαρξη τους. Να με κάνουν να πω την ιστορία τους. Κι άμα την πω μ' αφήνουν ήσυχη για καιρό. Μέχρι να έρθουν άλλοι και να ζητάνε τη δική τους δόξα. Κάθε βράδυ.
Χθες βράδυ ήρθαν οι παρθένες. Όλες μαζί και μία-μία δίπλα μου. Τριάντα τις μέτρησα κι όλες διψούσαν. Και έκλαιγαν με λυγμούς. Δεν αντέχω να ξανάρθουν απόψε. Το κρασί δεν φτάνει να σκεπάσει τις φωνές τους κι αυτές δεν το πίνουν. Θρηνούν μόνο πιο δυνατά. Γι' αυτό θα σου πω την ιστορία τους. Να πιουν τα λόγια μου, να ξεδιψάσουν και να πάψουν τις φωνές τους στον ταραγμένο μου ύπνο.
Ήταν χρόνια πολλά πριν, αιώνες θα 'λεγαν οι γνω­στικοί. Τότε που τα πλοία είχαν κατάρτια με πανιά, οι πόλεις άλογα και οι άνθρωποι σπαθιά στη ζώνη. Σε μια πόλη πλούσια, με κάμπους και κοιλάδες εύφορες που χρύσιζε απ' τα σπαρτά και πρασίνιζε απ' τα δέντρα, με λιμάνι μεγάλο όπου έδεναν τα δικάταρτα και μετέφεραν υφάσματα μεταξωτά και μπαχάρια σπάνια, όπου οι άν­θρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι. Τα παιδιά τους ήταν όμορ­φα και ροδαλά, οι γυναίκες μύριζαν μύρο και χαμομήλι και άντρας με καμπούρα δεν υπήρχε πουθενά στην πόλη αυτή. Ήταν όλοι ευτυχισμένοι και χαρούμενοι και για την καλοτυχία τους κάθε πρωί ευλογούσαν τον Θεό και κάθε βράδυ ψιθύριζαν όλοι τις προσευχές τους να μην τελειώ­σει η ευτυχία τους. Κι ήτανε σίγουροι ότι ο Θεός θα τους προστάτευε και θα τους έδειχνε πάντα την εύνοια του, γιατί ήταν καλοί άνθρωποι και νοικοκύρηδες, δούλευαν σκληρά και φέρονταν καλά, αγαπούσαν τις φαμελιές και τους συντοπίτες τους και λάτρευαν μ' ευλάβεια τον Θεό τους. Και πάνω απ' όλα είχαν αρχές. Στις οποίες πί­στευαν. Την ανδρεία, την τιμιότητα και την αγνότητα……… 

Γοητευτικότατα τα δέκα παραμύθια ερμηνεύουν θρύλους πειρατικούς, στάσεις ζωής απέναντι στην εξουσία κα το αδηφάγο τέρας που τη συνοδεύει την πλεονεξία. Μορφές βγαλμένες από τα θανάσιμα αμαρτήματα του Ιερώνυμου Μπος. Το σημειώνω ως πέμπτο στοιχείο.
Ένα έκτο στοιχείο που με γοήτευσε ως προς την ανάπτυξή του ήταν η σχέση του αστυνόμου με την ποίηση: 

Την τελευταία πληροφορία δεν την άκουσε. Το μυαλό του άστραψε και σταμάτησε στην προηγούμενη φράση. Πολύ κοινή στην ξύλινη γλώσσα των δημόσιων λειτουρ­γών. Πολύ τυπική. Πολύ ευγενικά ξεκάθαρη. «Διαθέσιμος χρόνος». Μια πολύ συνηθισμένη έκφραση που μάλλον κανείς δεν πρόσεχε ποτέ ιδιαίτερα μέχρι ν' ακουστεί την κατάλληλη στιγμή, εκείνη που το μυαλό του αναζητούσε απελπισμένα μετά από μία ώρα θαλασσινού ταξιδιού μια απόδραση. Ο αστυνόμος έψαχνε -ίσως από στερεοτυπική αντίληψη- την ηρεμία και ομορφιά της ποίησης στη θέα της θαλάσσιας απεραντοσύνης. Οι ποιητές, είχε διδαχθεί, εμπνέονταν απ' αυτήν. Ντρεπόταν να σκεφτεί ότι ο ίδιος έβρισκε πιο συχνά έμπνευση σε ανήλιαγα υπόγεια και σε κουλούριασμένα σώματα λαθρομεταναστών. Τόση λαμπρή ομορφιά, τέτοια δύναμη ατιθάσευτη μεν αλλά ήρεμη θα έπρεπε να τον είχε ήδη εμπνεύσει.
Ήταν 29 χρόνια στο Σώμα. Και πριν στο Στρατό. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τη μυστική του ενασχόληση. Τη διέξοδο του, την ψυχική και πνευματική του ξεκούραση και ανα­ζωογόνηση. Πολλοί ήξεραν ότι είχε σπουδάσει Φιλολογία πριν μπει στην αστυνομία. Ένα πτυχίο Ανώτατης Σχολής υπάρχει πάντα στο βιογραφικό του υπηρεσιακού φακέ­λου. Αλλά κανείς δεν ήξερε το κουσούρι που κουβαλούσε μαζί του από τότε. Το σαράκι του. Ας μην τον αδικούμε, κανείς δεν θα παραδεχόταν ανοιχτά στους συναδέλφους του αστυνομικούς ότι λάτρευε την ποίηση. Θα ήταν σχε­δόν εξίσου καταστροφικό με δημόσια παραδοχή ομοφυλο­φιλίας. Θα προκαλούσε την ίδια δυσπιστία με το να έχει ασπαστεί ένα όργανο της ελληνικής δημόσιας τάξης το μω­αμεθανισμό. Θα τον έβλεπαν όπως ακριβώς κάποιον που έκανε πορεία διαμαρτυρίας με πανό και κόκκινες σημαίες στα χέρια. Η ποίηση στις τάξεις του επαγγέλματος του εί­ναι κόκκινη σημαία. Μία από τις πολλές. Οι περισσότεροι θα προτιμούσαν να κριθεί παράνομη, όπως καθετί ακα­τανόητο σ' αυτούς. Σίγουρα κάτι σθεναρά αντικρουόμενο στη διατήρηση της τάξης και της ασφάλειας, στο κύρος και τη νομοτελειακή σταθερότητα των ειδικών σωμάτων, στη λογική του νόμου και της εξουσίας. Δεν το θεωρούσε παράλογο, γι' αυτό και το κρατούσε αυστηρά για τον εαυ­τό του. Η ποίηση ήταν η δική του ρινορραγία, το δικό του τραύλισμα. Δεν το έμαθε ποτέ κανείς. Εκτός...
«Διαθέσιμος χρόνος». Ο χρόνος είναι μια πολύσημη έν­νοια. Επιδέχεται πολλά επίθετα, διαφορετικούς χρωματι­σμούς, γεννά αντικρουόμενα συναισθήματα. Πανδαμάτωρ, ανελέητος, ανύποπτος, παλαιός, νέος, παρελθών, μέλλων, υπερβαίνων, ελλιπής,. Διαθέσιμος……
Έβγαλε τη μικρή μαύρη ατζέντα από τη δεξιά εσωτε­ρική τσέπη του σακακιού του. Σημείωσε με ευλάβεια το σημερινό του ποίημα. Δύο λέξεις. «Διαθέσιμος χρόνος». Δεν είχε γράψει ποτέ του ολόκληρο ποίημα. Τα δικά του ποιήματα ήταν λέξεις μεμονωμένες. Λέξεις που έρχονταν ξαφνικά να διαρρήξουν την πραγματικότητα γύρω του, να τη φωτίσουν διαφορετικά, να την ανακατασκευάσουν με πρώτη ύλη γράμματα. Από γράμματα σε λέξεις, από λέ­ξεις σε στίχους, από στίχους σε ποιήματα. Είχε πολύ χρόνο μπροστά του μέχρι να μπορεί να γράψει ποιήματα. Διαθέ­σιμο χρόνο.

Όποιος έχει χρόνο για διάβασμα νομίζω ότι μπορεί να τον διαθέσει στην ανάγνωση ενός πολύ καλού βιβλίου, σαν κι αυτό. Σταματώ εδώ τα σχόλια για να μην σας χαλάσω το σασπένς και θυμίζω ότι ο Δημήτρης Αλεξίου έχει γράψει άλλα δύο βιβλία: Τα πικρά κεράσια και Τα αμαρτωλά θαύματα. Είμαι σίγουρος ότι όποιος διαβάσει το τελευταίο θα αναζητήσει και τα προηγούμενα. Θα ανακαλύψει ενδιαφέροντα στοιχεία που εγώ παραλείπω. Εξάλλου, ο καθένας μας βρίσκει κάτι διαφορετικό στον κόσμο που αποκαλύπτεται στους  λογοτεχνικούς βυθούς. Καλές βουτιές.

Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Πιερ Ασουλίν Οι προσκεκλημένοι


Διάβασα αυτές τις μέρες το μυθιστόρημα  του Πιερ Ασουλίν «Οι προσκεκλημένοι» (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Πόλις). Ιδιαίτερα γοητευτικό, ανατέμνει την μεγαλοαστική τάξη της Γαλλίας προβάλλοντας τον υφέρποντα ρατσισμό και τα στερεότυπα καθώς συγκεντρώνονται   σε ένα δείπνο σοφά προετοιμασμένο ξεχωριστοί συνδαιτυμόνες  που όμως, αν τους κλείσεις σε ανελκυστήρα αποκαλύπτεται το επίχρισμα και η αλήθεια της ατομικής συμφεροντολαγνείας. Όταν εντελώς αναπάντεχα θα πρέπει να βρουν άλλον ένα ως ομοτράπεζο, για να αποφύγουν τον αριθμό 13, η λύση βρίσκεται στην οικιακή βοηθό Σόνια που θα αλλάξει τα πράγματα και τη βραδιά:  
 
 .....................................
  Κατόπιν ο Μπανόν στράφηκε προς την οικοδέσποινα:
«Μου επιτρέπετε να πάρω μια πρωτοβουλία;
— Φυσικά, παρακαλώ...» αποκρίθηκε η Σοφί, αρκετά ανή­συχη.
Ο Μπανόν κατευθύνθηκε προς τη Σόνια, που, μαρμαρω­μένη από την αρχή της ιστορίας, είχε αποσυρθεί στην πόρτα που οδηγούσε στην κουζίνα.
«Δεσποινίς, θέλετε να έρθετε εδώ, κοντά μας;»
Ενστικτωδώς, η οικιακή βοηθός κοίταξε πίσω της, σαν να ήταν αδιανόητο ένας προσκεκλημένος να απευθυνόταν σε εκεί­νη, με αυτό τον τρόπο, σε αυτό το χώρο. Κατόπιν έδειξε με το δάχτυλο τον εαυτό της αρθρώνοντας ένα δύσπιστο: «Εγώ;» που μόλις ακούστηκε, προτού πλησιάσει δειλά στο τραπέζι.
Από την αρχή της βραδιάς, η Σόνια είχε προσέξει πως δεν άφηνε αδιάφορο ετούτο τον άνδρα. Το είχε παρατηρήσει στον τρόπο με τον οποίο την κοίταζε στο σαλόνι. Δεν υπήρχε ίχνος από την ερωτική φαντασίωση του κυρίου για την υπη­ρέτρια. Ακριβώς το αντίθετο από εκείνους τους Ιταλούς που γδύνουν τις γυναίκες με βλέμμα δουλεμπόρου. Το δικό του βλέμμα ήταν τρυφερό και θωπευτικό. Για μια στιγμή, ένιω­σε την παράξενη ηδυπάθειά του, αλλά το απόδιωξε αμέσως από το μυαλό της. Αφότου την κάλεσε αυτός ο άνδρας, οι πά­ντες βάλθηκαν να την παρατηρούν, μάλιστα, αυτήν.
«Θέλετε να βγάλετε την ποδιά σας; Ναι, αυτή την ωραία κεντημένη άσπρη ποδιά, μπορείτε να τη βγάλετε, έτσι δεν εί­ναι;»
Ενοχλημένη, η Σόνια ρώτησε με το βλέμμα την κυρία της, η οποία το μόνο που κατάφερε να της ανταποδώσει ήταν η έκφραση της δικής της εκμηδένισης. Μα πώς ήταν δυνατόν ο Μπανόν να θέλει να δειπνήσει η υπηρέτρια μαζί τους;
Κι όμως, ναι.
Επειδή του έκανε ευχαρίστηση ή επειδή ήταν ανάγκη, αυ­τό είναι συζητήσιμο. Όμως ο Μπανόν φαινόταν αποφασι­σμένος. Άλλωστε, είχε εξαφανιστεί απλώς και μόνο για να επιστρέψει με μια καρέκλα την οποία πήρε από το σαλόνι. Η Σοφί ντυ Βιβιέ έχασε τη μιλιά της. Όταν την ξαναβρήκε, ο σύζυγος της, καθισμένος στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, την απέτρεψε, με ένα επίμονο βλέμμα, από το να ξαναμιλή­σει. Αυτό που η Σοφί διάβασε στο βλέμμα του ήταν απόλυτα σαφές: όχι αντιρρήσεις στον Ζωρζ Μπανόν, όχι απόψε, όχι εδώ. Η Μαρί-Ντο, που δεν έχασε το παραμικρό από ετούτη την ανταλλαγή βλεμμάτων, τη μετέφρασε αμέσως για τον εαυτό της: ο πελάτης είναι βασιλιάς. Όχι μόνο πληρώνει, αλλά εξηγεί και τις ενέργειες του:
«Έτσι είστε κι εσείς τώρα με βραδινό ένδυμα, όπως όλοι εμείς».
Η Σοφί είχε τα ελαττώματα της, αλλά ο πραγματισμός της και η προσαρμοστική της ικανότητα ήταν πραγματικά κάτι το απαράμιλλο. Κάλεσε τις κυρίες να σηκωθούν και, ενώ όλοι φλυαρούσαν όρθιοι, ζήτησε να κάνουν λίγη υπομο­νή. Η Σόνια έβαλε ένα ακόμα σερβίτσιο και έσπρωξε τα υπό­λοιπα περιφρονώντας κάθε σοφά υπολογισμένο χιλιοστόμε-τρο, φροντίζοντας όμως, παρ' όλα αυτά, τα μαχαιροπίρουνα να είναι τοποθετημένα με το καμπύλο μέρος τους προς τα πάνω, προκειμένου να φαίνεται το σκαλισμένο μονόγραμμα, όπως επιβάλλεται στη Γαλλία.
Την ίδια στιγμή, η κυρία-ντυ έτρεξε στην κουζίνα, αποκά­λυψε στον Οτμάν ότι η στιγμή ήταν σοβαρή, του περιέγραψε συνοπτικά την κατάσταση, του ζήτησε να βρει το άσπρο σα­κάκι για τις ειδικές περιστάσεις στο ντουλάπι του υπηρετικού προσωπικού και του εξήγησε ότι έπρεπε εκτάκτως να καταπιέσει τον εαυτό του και να σερβίρει στο τραπέζι. Ύστερα, χω­ρίς καν να περιμένει την απάντηση του, επέστρεψε στην τρα­πεζαρία και άρχισε να αλλάζει μερικές θέσεις, τουλάχιστον εκείνες που μπορούσε. Ο Μπανόν την πρόλαβε:
«Δεσποινίς, καθίστε εδώ, αυτό θα απλοποιήσει τα πράγ­ματα».
Η Ζοζεφίν έμεινε άναυδη. Αυτή δεν ήταν η θέση της; Η θέ­ση που όχι μόνο προοριζόταν γι' αυτήν, αλλά και στην οποία είχε καθίσει για λίγο; Κι έπρεπε να την παραχωρήσει; Και μάλιστα στην υπηρέτρια; Πλησίασε τη Σοφί για να της τσι­μπήσει διακριτικά το μπράτσο σφίγγοντας τα δόντια της τό­σο δυνατά που κόντευε να τα σπάσει, αλλά η μόνη αντίδραση που απέσπασε ήταν ένα σήκωμα των ώμων σε ένδειξη λύπης. Ο Σεβιλιάνο, ο μόνος που η αδιαφορία του για τα πάντα τον έκανε απρόβλεπτο, διασκέδαζε με αυτό το τσίρκο' έλεγε από μέσα του: «Αυτή η βραδιά δεν θα 'χει καλό τέλος, μ' αρέσει!»
Η οικιακή βοηθός, αφού απαλλάχθηκε από την ποδιά της, βρήκε τον εαυτό της. Μια γυναίκα όπως οι άλλες. Η οποία χειραφετήθηκε από έναν άρχοντα και κύριο και από τη δύνα­μη των περιστάσεων. Είναι αλήθεια πως είχε προτερήματα και ήξερε να τα χρησιμοποιεί. Με αδιαμφισβήτητη άνεση, σαν να ήταν κάτι το φυσικό γι' αυτήν, ζήτησε συγγνώμη προ­τού εξαφανιστεί για μια στιγμή στην τουαλέτα για να βάλει λίγο κραγιόν στα χείλη της, λίγη πούδρα στα μάγουλα της, λίγη τάξη στα μαλλιά της, αφού το σημαντικό ήταν να τα κά­νει όλα από λίγο. Όταν επέστρεψε, όλοι κάθονταν επιτέλους στο τραπέζι.
«Πόσοι είμαστε τελικά; ρώτησε μια φωνή.
- Δεκατέσσερις, σύμφωνα με τους διοργανωτές, δεκα­τρείς, σύμφωνα με την αστυνομία», απάντησε μια άλλη.

Μια υπηρέτρια φτωχή, καταγόμενη από τη μαύρη ήπειρο παίρνει θέση και κάθεται ανάμεσά τους. Πλούσιοι Γάλλοι μεγαλοαστοί, εκφραστές του κατεστημένου, και ανάμεσά τους μια ξένη, μια μετανάστης που όμως είναι τελείως απαραίτητη. Ειρηνική συνύπαρξη! Σιγά σιγά αποκαλύπτεται πως είναι γεννημένη στη Μασσαλία και ετοιμάζει διδακτορικό στην Σορβόνη στην Ιστορία της Τέχνης. Προσπαθούν να την προσβάλλουν, μειώνοντάς την, όμως αυτό που καταφέρνουν είναι να τους αποστομώσει με τις γνώσεις της και να αποκαλυφθούν όσα οι ίδιοι κρύβουν κάτω από το χαλί. Η ....προσκεκλημένη θα μας κάνει να σκεφτούμε το σημερινό φυλετικό –και όχι μόνο- ρατσισμό, το είναι και το φαίνεσθαι, τους δικούς μας μετανάστες, τις διώξεις και τα κυνηγητά.   
 .......................................
Μόνο στα κρατικά μέγαρα τα δείπνα πρέπει να διαρκούν μία ώρα και σαράντα πέντε λεπτά. Από την αρχή της βραδιάς, κανείς δεν είχε κοιτάξει το ρολόι του, ούτε καν διακριτικά· αυ­τό συμβαίνει όταν υπάρχει πραγματική δόνηση ανάμεσα σε ένα χώρο και στα σώματα. Όλοι αυτοί οι προνομιούχοι της κοινωνίας, τους οποίους θα ταξινομούσαμε εύκολα στον κατά­λογο με τους ευτυχείς του κόσμου, λες και η ατυχία σταματού­σε στο φράκτη του χρήματος και η δυστυχία δεν μπορούσε να τους φθάσει, απολάμβαναν εκείνο το βράδυ μια πολυτέλεια που ούτε καν υποψιάζονταν. Την πραγματική πολυτέλεια. Την πιο περιζήτητη και την πιο απρόσιτη: το χρόνο.
Το μυστικό είναι η διάρκεια. Όμως δεν πρέπει να παρα­σύρεσαι μέσα σε ετούτη τη φρικτή σπείρα, τη φρενίτιδα των χρονοβόρων δραστηριοτήτων από τις οποίες δεν μένει τίπο­τα. Πόσες φορές είχαν διαβάσει ένα βιβλίο, είχαν δει μια ται­νία, είχαν παρακολουθήσει κάποιο θέαμα, είχαν παρευρεθεί σε μια δεξίωση, είχαν κυριαρχήσει σε μια κοσμική βραδιά ή είχαν συμμετάσχει σε κάποιο δείπνο αναθεματίζοντας αμέ­σως μετά αυτό το οδυνηρό λάθος κρίσης που τους είχε κλέψει τρεις ώρες από τη ζωή τους; Κλοπή στην οποία είχαν συναι­νέσει από αδυναμία. Όχι ότι ετούτα τα βιβλία έπεσαν από τα χέρια τους ενώ τα διάβαζαν, αλλά ακόμα χειρότερα: τους έπεσαν τα χέρια. Αυτός ήταν ο λόγος που μισούσαν θανάσι­μα ετούτα τα βιβλία, τους συγγραφείς τους και όλους τους απογόνους τους. Το είδος του στοχασμού που κυριεύει τον άνθρωπο μετά τα πενήντα, όταν αρχίζει η αντίστροφη μέ­τρηση, όταν το τικ-τακ του φονικού μηχανισμού είναι μετρο-νομικός πόνος και τα λεπτά που άλλοτε θεωρούνταν χαμένα στο εξής γίνεται βίαια αντιληπτό ότι σπαταλήθηκαν. Δεν θα ανακτηθούν ποτέ πια.
Γίνεται σοφός όποιος το συνειδητοποιεί και αποφασίζει να μην αφήνει πια να τον κλέβει ό,τι θλιβερό μπορεί να πα­ράγει η κοινωνία. Τότε τον κυριεύει η επιθυμία να πάει να δει τι υπάρχει στην άλλη πλευρά του λόφου.
Είχαν μιλήσει και είχαν ακούσει, είχαν πιει και είχαν φά­ει, είχαν νιώσει την αγάπη και το μίσος, χωρίς να νοιάζονται για τους περιορισμούς της ώρας. Κι έτσι, σιωπηρά και χωρίς να συνεννοηθούν μεταξύ τους, σχεδόν κατάφεραν να παρα­μερίσουν το υπερβολικά επίκαιρο. Το γεγονός της ημέρας, ακόμα και των ημερών που προηγήθηκαν. Πρέπει να αγνο­είς τους νεωτερισμούς για να μένεις έξω από τον κόσμο. Από τα χυδαία μιάσματα της επικαιρότητας. Από τις αγωνίες του εφήμερου. Από την πτώση του ανθρώπου στο χρόνο. Εί­χαν απομακρύνει τη χυδαιότητα του καινούριου για να δώ­σουν στις πιο άχρονες συζητήσεις τους το εξαίσιο γούστο της πατίνας του χρόνου. Θα έλεγε κανείς πως ό,τι μόλις έγινε εί­ναι κατ' ανάγκη επιφανειακό. Δεν έχουμε προσέξει αρκετά ότι, κάθε φορά που κάποιος καλλιτέχνης θέλει να εκφράσει την παρακμή ενός κόσμου, βάζει να ηχούν οι κινήσεις του επιτοίχιου ρολογιού στα μεγάλα άδεια δωμάτια μιας μεγά­λης κατοικίας της παλιάς αριστοκρατίας.
Λεπτομέρειες. Λεπτομέρειες και μόνο. Απολάμβαναν το γε­γονός ότι είχαν γρόνο να αφιερωθούν σε αυτό που απωθούμε εν γένει με την ανάποδη του χεριού: τις λεπτομέρειες. Ορισμένοι κατάφεραν να κατανοήσουν τις προσωπικότητες μάλλον μέσα από απειροελάχιστα λαμπυρίσματα παρά από το περιτύλιγμα τους, συχνά πολύ χοντρό για να το διαπεράσουν η πολυπλο­κότητα του πνεύματος ή οι κινήσεις της ψυχής. Περιφρονούμε το περιττό, ενώ συχνά κρύβει θησαυρούς της ανθρωπότητας.

Ένα βιβλίο από αυτά που αξίζουν φέτος να διαβαστούν. Παραπέμπω και στο ΕΚΕΒΙ:


Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Δημήτρης Μίγγας Πλωτά νησιά


 Μέρες που είναι καθόμαστε στην Αθήνα και σχεδιάζουμε ταξίδια επί χάρτου προσπαθώντας με τα πενιχρά οικονομικά μας να υλοποιήσουμε έστω στο ελάχιστο τις επιθυμίες μας. Νιώθουμε πολύ κοντά στους τρεις άνδρες , το ανύπαρκτο νησί και το διαρκές ταξίδι από το παρόν στο παρελθόν και από τον ρεαλισμό στο όνειρο που κάνουν οι ήρωες του Μίγγα στο  βιβλίο του με τίτλο "Πλωτά νησιά" από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

 Αντιγράφω από το βιβλιονέτ:
Κατά κανόνα οι συγγραφείς μεταφέρουν στα γραφτά τους μια εμπειρία μεταπλάθοντας γεγονότα ιστορικά, πραγματικά ή φανταστικά. Ωστόσο ένας από τους ήρωες του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, αφού πρώτα εκδώσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο, στο οποίο περιγράφει το θαλασσινό ταξίδι τριών ανδρών από το Ναβαρίνο προς το νησιωτικό σύμπλεγμα των Στροφάδων, προσπαθεί έπειτα να προσαρμόσει την πραγματικότητα στα μέτρα των κειμένων του. Οργανώνει, λοιπόν, μια νυχτερινή κρουαζιέρα με τον ίδιο προορισμό και συνοδούς δυο αδελφικούς φίλους του. Η εξιστόρηση της εκδρομής με τη βοήθεια των λογοτεχνικών υπερβάσεων και τεχνικών απέχει προφανώς από την εμπειρία που βιώνουν. Η ανάγνωση του βιβλίου όμως (μέσα στη νύχτα και στη θάλασσα) επηρεάζει τους ανυποψίαστους συνταξιδιώτες, ειδικά μάλιστα, όταν διαπιστώνουν κοινά στοιχεία με τους αντίστοιχους χαρακτήρες των κειμένων και συνειδητοποιούν ότι ο φίλος τους συγγραφέας επιδιώκει να τους αποσπάσει από τον αισθητό κόσμο παρασύροντάς τους με την τέχνη του. Στο τέλος του ταξιδιού αποβιβάζονται σε κάποια στεριά, ωστόσο σταδιακά διαπιστώνουν πως δεν πρόκειται ακριβώς για τον τόπο που θυμούνταν από προηγούμενες επισκέψεις και προσδοκούσαν να αντικρίσουν. Ξεμπαρκάρουν σε ένα νησί πλωτό που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη λογοτεχνική αναπαράστασή της, παλινδρομούν από το παρόν στο παρελθόν, από τον ρεαλισμό στο όνειρο και τη ζωή που έζησαν σε αυτή που λαχταρούσαν. Πώς βγαίνει κάποιος, άραγε, από τέτοιες ιστορίες; Στη στεριά ξυπνάς στο σπίτι σου, ψάχνεις στα τυφλά το φως του κομοδίνου και τ' ανάβεις, αντικρίζεις το ρολόι, το ποτήρι που είχες ακουμπήσει αποβραδίς, νιώθεις στο πλάι τη γυναίκα να τεντώνεται επιστρέφεις. Στη θάλασσα όμως όλα είναι μουντά κι υγρά, κουνιούνται και γλιστρούν είσαι λιγάκι πιο κοντά στο όνειρο. Δεν είναι εύκολο να ξεφύγεις απ' τη νύχτα μεσοπέλαγα.

Βλέποντας φωτογραφίες μου από τα νησιά ( αυτές εδώ είναι από τη Σίφνο) υποκύπτω στον πειρασμό και αντιγράφω εδώ δύο παραγράφους από το εξαιρετικό βιβλίο:

........Περασμένα μεσάνυχτα· το μικρό ιστιοφόρο έπλεε μες στο σκοτάδι. Ο αμυδρός φωτισμός της πυξίδας αντανα­κλούσε στο πρόσωπο του Νίκου. Κοίταζε στην κουβέρτα, χαμηλά. Το αεράκι είχε πέσει λίγο, κατά διαστήματα όμως δυνάμωνε και χτυπούσε πάνω στον φλόκο φουσκώνο­ντας τον. Ακουγόταν τότε ένας υπόκωφος κρότος και τα κορμιά μας τραντάζονταν. Ο ήχος των κυμάτων που έσπα­ζε η πλώρη, ο θόρυβος από τα ξάρτια όταν χτυπιούνταν στο κατάρτι και τα τριξίματα του σκάφους σκέπαζαν τη σιωπή μας.

 .............
Αναπήδησε ο Θεμιστοκλής κι άρπαξε το καρούλι της συρ­τής. Είχε τεζάρει η πετονιά σπάζοντας το ξυλάκι που τη συγκρατούσε. Ξετυλιγόταν με ταχύτητα και χανόταν στα νερά.
- Στρίψε, Νίκο, να κόψουμε ταχύτητα, φώναξε.
Γύρισε όλο το τιμόνι αριστερά εκείνος, ήρθε το σκάφος κόντρα στον αέρα και το πανί ξεφούσκωσε. Προσπάθησε να τραβήξει ο Θεμιστοκλής, πήρε με κόπο δυο οργιές. Σχολίασε: Μεγάλο ψάρι. Χαλάρωσε, το άφησε να κατέβει στα βαθιά. Δοκίμασε έπειτα και πάλι. Η πετονιά τεζαρισμένη έμπαινε στο κρέας πληγώνοντας την παλάμη του. Βόγκηξε. Τον βοήθησα να φορέσει ένα δερμάτινο γάντι ειδικό για την περίσταση. Πάσχιζε να κερδίσει μια οργιά και ύστερα λασκάριζε για να το κουράσει. Μάζεψε το πα­νί, με πρόσταξε. Υπάκουσα. Η μάχη συνεχίστηκε αρκετά λεπτά. Το ψάρι αντιστεκόταν. Και τότε ογδόντα με εκατό μέτρα πίσω από την πρύμνη μας ξεπρόβαλε ένας σκούρος όγκος, έγραψε έξω απ' τα νερά ένα ημικύκλιο και βούτη­ξε ξανά με παφλασμό στη θάλασσα. Τόνος είναι, πάνω από τριάντα κιλά, αποφάνθηκε ο Θεμιστοκλής:Έχε έτοιμο τον γάντζο, Τάσο, θα παλέψει, δεν παραδίνονται εύκολα αυτοί. Προθυμοποιήθηκα να βοηθήσω. Αρνήθηκε. Αναμε­τρήθηκαν, ψάρι και άνθρωπος, κάμποση ώρα ακόμα, ώσπου... Άφησε ο Θέμης κραυγή σπαρακτική και μια βλα-στήμια. Στα χέρια του η πετονιά χαλαρωμένη.
Την κοιτούσε απαρηγόρητος. Μετά τη μάζεψε αργά. Ήταν κομμένη πριν απ' τα βαρίδια.

Βρήκα στο Βήμα μια κριτική του βιβλίου που με βρίσκει σύμφωνο:

Καλά μας ταξίδια και καλά διαβάσματα!