Τον Ιούνιο του 1984 ο Ίταλο Καλβίνο επρόκειτο να δώσει στο
Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ έξι διαλέξεις με θέμα τις
λογοτεχνικές αξίες που πρέπει πάση θυσία να διασωθούν στη νέα χιλιετία. Έγραψε τα
κείμενα αλλά οι διαλέξεις δεν δόθηκαν, αφού πέθανε έπειτα από οξύ εγκεφαλικό
επεισόδιο. Οι διαλέξεις εκδόθηκαν σε βιβλίο το 1988 με πρόλογο της χήρας του,
Έστερ Καλβίνο. Τα Αμερικανικά αυτά μαθήματα λειτούργησαν
τελικά ως ένα είδος πνευματικής διαθήκης του συγγραφέα και είναι από τα
ωραιότερα βιβλία «ποιητικής» της εποχής μας.
Αναφέρεται στις πέντε ιδιότητες που πρέπει να
διαφυλάξει η λογοτεχνία και που είναι: η ελαφρότητα, η ταχύτητα, η ακρίβεια, η οπτικότητα και η πολλαπλότητα. Χρησιμοποιεί παραδείγματα από σπουδαίους συγγραφείς για να στηρίξει τις θέσεις του και είναι πραγματικά απόλαυση αυτές οι 185 σελίδες.
Παραθέτω ένα απόσπασμα ως ερέθισμα για την ανάγνωση του εξαιρετικού βιβλίου των εκδόσεων Καστανιώτη. Διαβάστε την πρώτη παράγραφο ειδικά οι εκκολαπτόμενοι συγγραφείς.
"... Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο νου όταν συλλαμβάνω
την ιδέα ενός διηγήματος είναι, συνεπώς, μια εικόνα που για κάποιο λόγο μού
φαίνεται βαρυσήμαντη, μολονότι δεν θα μπορούσα να διατυπώσω τη σημασία της με
λόγια ή έννοιες. Μόλις η εικόνα αποκτήσει αρκετή διαύγεια στο μυαλό μου, τότε
αρχίζω να την αναπτύσσω, μετατρέποντας την σε ιστορία· ή μάλλον είναι οι ίδιες
οι εικόνες που αναπτύσσουν τις άφατες δυνατότητες τους, που ξετυλίγουν το
αφήγημα που ενυπάρχει εντός τους. Γύρω από κάθε εικόνα ξεπροβάλλουν άλλες, οι
οποίες σχηματίζουν έτσι ένα πεδίο αναλογιών, συμμετριών, αντιθέσεων. Κατά την
οργάνωση αυτού του υλικού, που δεν είναι πλέον μόνο οπτικό, αλλά εξίσου
εννοιολογικό, παρεμβαίνει και η δική μου πρόθεση να βάλω σε τάξη την ιστορία,
δίνοντας ένα νόημα στην ανάπτυξη της· ή μάλλον αυτό που εγώ κάνω είναι να
προσπαθώ να καθορίσω ποια νοήματα είναι συμβατά και ποια όχι με το γενικό
πλάνο της ιστορίας που έχω συλλάβει, αφήνοντας πάντα κάποιο περιθώριο για
ενδεχόμενες εναλλακτικές λύσεις. Ταυτόχρονα, η γραφή, η ρηματική απόδοση,
αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία. Θα έλεγα πως από τη στιγμή που αρχίζω να γεμίζω
τις λευκές σελίδες, η γραμμένη λέξη παίζει κυρίαρχο ρόλο: στην αρχή ως
αναζήτηση ενός ισοδύναμου της οπτικής εικόνας, κατόπιν ως συνεπής ανάπτυξη του
αρχικού υφολογικού σχεδίου, ώσπου σταδιακά γίνεται η απόλυτη κυρίαρχος του
πεδίου. Αυτή θα οδηγήσει την αφήγηση προς την κατεύθυνση όπου η ρηματική
διατύπωση θα ρέει πιο αποτελεσματικά, ενώ η οπτική φαντασία δεν έχει παρά να
την ακολουθεί κατά πόδας.
Στα Κοσμοκωμικά, η διαδικασία είναι λίγο
διαφορετική, επειδή το σημείο αφετηρίας είναι μια φράση που προέρχεται από τον
επιστημονικό λόγο: από αυτή την εννοιακή φράση θα γεννηθεί το ανεξάρτητο
παιχνίδι των οπτικών εικόνων. Ο στόχος μου ήταν να αποδείξω ότι ο λόγος μέσω
εικόνων, ίδιον του μύθου, μπορεί να γεννηθεί από οποιοδήποτε πεδίο: ακόμα και
από μια γλώσσα εντελώς ασύμβατη με την
οπτική εικόνα, όπως η σημερινή επιστημονική γλώσσα. Διαβάζοντας ακόμα
και το πιο εξειδικευμένο επιστημονικό εγχειρίδιο ή το πιο αφηρημένο βιβλίο
φιλοσοφίας, μπορεί κανείς να συναντήσει μια
φράση που να αποτελέσει απροσδόκητο ερέθισμα για την εικονιστική
φαντασία. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με μια από τις περιπτώσεις εκείνες όπου η
εικόνα καθορίζεται από ένα προϋπάρχον γραπτό κείμενο (μια σελίδα ή μια
μεμονωμένη φράση που συναντώ τυχαία καθώς διαβάζω)· από αυτήν μπορεί να
επινοήσω μια ανάπτυξη σύμφωνη με το πνεύμα του αφετηριακού κειμένου ή
προσανατολισμένη σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.
Το πρώτο κοσμοκωμικό που έγραψα, Η απόσταση της
Σελήνης, είναι, θα λέγαμε, το πιο «σουρεαλιστικό», με την έννοια ότι η
αρχική ιδέα, βασισμένη στη βαρυτική φυσική, απελευθερώνει μια φαντασία
ονειρικού τύπου. Στα άλλα κοσμοκωμικά, η πλοκή ακολουθεί μια ιδέα που
εναρμονίζεται περισσότερο με το επιστημονικό σημείο αφετηρίας, αλλά
περιβάλλεται πάντα από ένα μανδύα εικόνων, συναισθημάτων, φωνών που μονολογούν
ή συνδιαλέγονται.
Εν ολίγοις, το εγχείρημα μου επιχειρεί τη σύζευξη της
αυθόρμητης παραγωγής εικόνων και της προθετικότητας της διατυπωμένης σκέψης.
Ακόμα και όταν η εναρκτήρια κίνηση προέρχεται από την οπτική φαντασία, η οποία
ενεργοποιεί τη δική της εσωτερική λογική, αργά ή γρήγορα βρίσκεται εγκλωβισμένη
στα δίχτυα μιας άλλης λογικής, αυτής που επιβάλλουν η ρηματική έκφραση και ο
συλλογισμός. Οι οπτικές λύσεις, πάντως, εξακολουθούν να παίζουν καθοριστικό
ρόλο· και μάλιστα ξεπροβάλλουν ενίοτε απρόσμενα και αποφασίζουν για
καταστάσεις που ούτε τα μονοπάτια της σκέψης ούτε τα εφόδια της γλώσσας θα
μπορούσαν να διευθετήσουν.
Μια διευκρίνιση για τον ανθρωπομορφισμό στα Κοσμοκωμικά.
η επιστήμη μ' ενδιαφέρει ακριβώς γιατί προσπαθώ να υπερβώ την ανθρωπόμορφη
γνώση· συγχρόνως όμως είμαι πεπεισμένος πως η φαντασία μας δεν μπορεί παρά να
είναι ανθρωπόμορφη· εξ ου και η πρόκληση που έθεσα στον εαυτό μου να αναπαραστήσω
ανθρωπομορφικά ένα σύμπαν στο οποίο ο άνθρωπος δεν έχει ποτέ υπάρξει, και
μάλιστα ένα σύμπαν στο οποίο φαίνεται εντελώς απίθανο να μπορέσει ποτέ να
υπάρξει.
Έφτασε η στιγμή να απαντήσω στο ερώτημα που είχα θέσει
στον εαυτό μου σχετικά με τις δύο τάσεις που περιγράφει ο Σταρομπίνσκι: Η
φαντασία ως γνωστικό όργανο ή ως ταύτιση με την ψυχή του κόσμου; Ποια θα
επιλέξω; Σύμφωνα με όσα έχω αναφέρει, θα έπρεπε να ήμουν θερμός υποστηρικτής
της πρώτης τάσης, αφού το διήγημα για μένα συνενώνει μια αυθόρμητη λογική των
εικόνων και ένα σχεδιασμό που κατευθύνεται από μια ορθολογική πρόθεση. Από την
άλλη πλευρά, όμως, ανέκαθεν η φαντασία αποτελούσε για μένα το μέσο για να
προσεγγίσω μια υπερατομική, υπερυποκειμενική γνώση, θα ήταν συνεπώς σωστό να
δηλώσω υποστηρικτής της δεύτερης τάσης, της ταύτισης με την ψυχή του κόσμου.
Υπάρχει ωστόσο ένας άλλος ορισμός με τον οποίο συμφωνώ
απόλυτα: η φαντασία ως κατάλογος του δυνητικού, του υποθετικού, όσων δεν
υπάρχουν ούτε υπήρξαν, και ούτε ίσως θα υπάρξουν, αλλά θα μπορούσαν να
υπάρξουν. Ο Σταρομπίνσκι προβάλλει αυτή την άποψη στη μελέτη του, στο σημείο
εκείνο όπου μνημονεύει τη θεωρία του Τζορντάνο Μπρούνο. To spiritus phantasticus, σύμφωνα με
τον Μπρούνο, είναι «mundus quidem et sinus inexplebilis formatum et specierum» («ένας
κόσμος, ή μια κοιλότητα μορφών και
εικόνων, πάντα ακόρεστος»). Πιστεύω λοιπόν πως κάθε μορφή γνώσης είναι
απαραίτητο να αντλείται από αυτή την κοιλότητα της δυνητικής πολλαπλότητας. Ο
νους του ποιητή, όπως και ο νους του
επιστήμονα κάποιες καίριες στιγμές, λειτουργεί με συνειρμούς εικόνων, και αυτό
είναι το πιο γρήγορο σύστημα για να συνδέσεις τις εικόνες και να τις
επιλέξεις ανάμεσα από τις άπειρες μορφές του πιθανού και του απίθανου. Η φαντασία
είναι ένα είδος ηλεκτρονικής μηχανής: υπολογίζει όλους τους δυνατούς
συνδυασμούς και επιλέγει αυτούς που ανταποκρίνονται σε ένα σκοπό ή που απλώς
είναι οι πιο ενδιαφέροντες, οι πιο ευχάριστοι, οι πιο διασκεδαστικοί.
Μένει να διασαφηνίσω τη θέση που κατέχει σ' αυτή τη
φασματική κοιλότητα το έμμεσο φαντασιακό, δηλαδή το σύνολο των εικόνων με τις οποίες μας εφοδιάζει η κουλτούρα,
είτε πρόκειται για μαζική κουλτούρα είτε για οποιαδήποτε άλλη μορφή
παράδοσης. Αυτό οδηγεί σ' ένα άλλο ερώτημα: Ποιο είναι το μέλλον της ατομικής
φαντασίας σ' αυτό που είθισται να λέγεται «πολιτισμός της εικόνας»; Μια
ανθρωπότητα που όλο και περισσότερο κατακλύζεται από πληθώρα
προκατασκευασμένων εικόνων θα συνεχίσει άραγε να αναπτύσσει την ικανότητα να
ανακαλεί εικόνες ερήμην τους; Κάποτε η οπτική μνήμη ενός ατόμου
περιοριζόταν στην κληρονομιά των άμεσων βιωμάτων
του και σε μια μικρή γκάμα εικόνων που εκπορεύονταν από τον πολιτισμό·
η δυνατότητα του ατόμου να μορφοποιεί προσωπικούς του μύθους προέκυπτε από τον
τρόπο με τον οποίο τα θραύσματα αυτής της μνήμης συνδυάζονταν μεταξύ τους,
δημιουργώντας απρόσμενες και υποβλητικές συζεύξεις. Σήμερα μας βομβαρδίζει
τέτοια ποσότητα εικόνων, που δεν μπορούμε πια να ξεχωρίσουμε την άμεση εμπειρία
από αυτό που μόλις είδαμε για λίγα δευτερόλεπτα στην τηλεόραση. Η μνήμη
επικαλύπτεται από στρώσεις θρυμματισμένων εικόνων, όπως ένας σκουπιδότοπος, και
είναι όλο και πιο δύσκολο να καταφέρει να αναδυθεί από αυτόν το σωρό κάποια
μορφή.
Αν συμπεριέλαβα την οπτικότητα στον κατάλογο των αξιών
που, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να διασωθούν, το έκανα για να προειδοποιήσω για
τον κίνδυνο που διατρέχουμε να χάσουμε μια θεμελιακή
ανθρώπινη δεξιότητα: την ικανότητα να βλέπουμε εικόνες με κλειστά
μάτια, να κάνουμε να ξεπροβάλλουν χρώματα και σχήματα από μια αράδα με μαύρα
γράμματα πάνω σε μια άσπρη σελίδα, την ικανότητα εντέλει να σκεφτόμαστε με
εικόνες. Ονειρεύομαι μια πιθανή παιδαγωγική της φαντασίας που θα μας μαθαίνει να ελέγχουμε την εσωτερική μας όραση χωρίς
να την καταπνίγουμε, αλλά και χωρίς
να την αφήνουμε να βυθίζεται σε μια συγκεχυμένη, ασταθή ονειροπόληση:
έτσι θα έδινε τη δυνατότητα στις εικόνες να
αποκρυσταλλώνονται σε μια μορφή συγκεκριμένη, αξιομνημόνευτη, αυτόνομη,
«εικαστική».
Φυσικά, πρόκειται για μια παιδαγωγική την οποία μπορούμε
να εφαρμόσουμε μόνο στον εαυτό μας, επινοώντας κάθε φορά τη μέθοδο και
καταλήγοντας σε απροσδόκητα αποτελέσματα. Τα αρχικά βιώματα και η
διαπαιδαγώγηση μου είναι ενός τέκνου του «πολιτισμού των εικόνων», που τότε
ήταν στο ξεκίνημα του και δεν είχε ακόμα υποστεί τον σημερινό πληθωρισμό. Θα
έλεγα πως είμαι τέκνο μιας ενδιάμεσης εποχής, κατά την οποία είχαν μεγάλη
σημασία οι πολύχρωμες εικονογραφήσεις στα βιβλία, στα εβδομαδιαία περιοδικά
και στα παιχνίδια, που συντρόφευαν την παιδική ηλικία. Πιστεύω πως η γέννηση
μου ακριβώς εκείνη την περίοδο σημάδεψε καίρια τη διαμόρφωση μου. Ο κόσμος της
φαντασίας μου επηρεάστηκε κατά πρώτον από τις εικόνες του Corriere dei Piccoli του
πιο διαδεδομένου, εκείνη την εποχή, εβδομαδιαίου ιταλικού περιοδικού για
παιδιά. Αναφέρομαι στην περίοδο της ζωής μου από τα τρία μέχρι τα δεκατρία μου,
προτού με καταλάβει το απόλυτο πάθος για τον κινηματογράφο, που κράτησε σε όλη
την εφηβεία μου. Πιστεύω μάλιστα πως αποφασιστική περίοδος για μένα ήταν από
τα τρία μέχρι τα έξι μου, προτού μάθω να διαβάζω."
Καλό διάβασμα.